«Το Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, στο Ηρώδειο

Θα μπορούσε κανείς να συνοψίσει μια κριτική αποτίμηση της παράστασης του «Μεγάλου μας τσίρκου» από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, μέσα σε μία φράση: «Η παράσταση διαρκεί τρεις ολόκληρες ώρες, αλλά το κοινό, όχι μόνο δεν κουράζεται, μένει καθηλωμένο και δε λέει να φύγει». Ο μέγας Μολιέρος, δραματουργός, σκηνοθέτης, ηθοποιός, θα σχολίαζε: «Σημασία έχει να αρέσεις στο κοινό». Στη σημερινή παράσταση του έργου του Ιάκωβου Καμπανέλλη, το κοινό απαρτίζεται από τους παλιότερους, από τους νεότερους και από τους πολύ νέους. Αυτό συμβαίνει παντού και πάντα. Εδώ όμως, η παρατήρηση αυτή αποκτά ίσως την δική της σημασία.
Της Μαρίκας Θωμαδάκη*
«Το Μεγάλο μας τσίρκο» παρουσιάζεται το 1973 σε μία εποχή που έχει ήδη βιώσει και βιώνει ακόμα το καλοκαίρι εκείνο, τα δεινά της δικτατορίας, με κύριο χαρακτηριστικό τη λογοκρισία και όσα αυτή συνεπάγεται. Οι παλαιότεροι λοιπόν θεατές, που είχαν τότε παρακολουθήσει την παράσταση, θυμούνται και συγκινούνται από την κίνηση της μνήμης. Και οι νεότεροι ενδεχομένως από έμμεσες μαρτυρίες. Οι πολύ νέοι θεατές είναι αυτοί που κάνουν τη διαφορά.
Η σκηνοθεσία του Σωτήρη Χατζάκη δημιουργεί μολαταύτα έναν κοινό χώρο, ένα τοίχος κλαυθμού, μια σκηνή πολλαπλών αντανακλάσεων και αντικατοπτρισμών. Όλα κρίνονται στο χειροκρότημα που κρατάει ζεστή την καρδιά και σε εγρήγορση την σκέψη. Σε κάθε εσοχή του Είναι, εισβάλλει η πιθανότητα, οι ενδεχόμενοι κόσμοι και τότε η Ιστορία δεν αντέχει τον εαυτό της, κι ακόμα ακόμα η Μυθολογία δεν αντέχει την ιστορία της.
Στις σκέψεις αυτές και σε άλλες, πιο ρευστές και φευγαλέες, αποτυπώνεται η εντύπωση για τη σκηνοθετική γραμμή της παράστασης, μια γραμμή που ακολουθεί την ρύμη της στιγμής και δεν δεσμεύεται από κανενός είδους προμελετημένου πιθανόν σχεδίου. Ίσως όμως σ’ αυτό ακριβώς να στηρίζεται το «σχέδιο». Ούτως ή άλλως, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης δημιουργεί ένα ιδιότυπο Καμίνο Ρεάλ, μια βασιλική οδό, σε δύο αλληλοδιαπλεκόμενες διαστάσεις, μουσικό μέρος και λεκτικό. Το πρώτο, δημιούργημα του μουσικοσυνθέτη, ξεφυλλίζει τις νοσταλγικές νότες του αειθαλούς Σταύρου Ξαρχάκου. Τίποτα δεν σου επιτρέπει να ξεχάσεις. Το δεύτερο μέρος απλώνεται στη διαχρονία μέσα από μία παρέλαση περιστατικών, καταστατικών, κατάντιας και μεγαλείου. Συνδετικός κρίκος μοιάζει να είναι ο εξαίσιος τραγουδιστής της παράστασης, ο Ζαχαρίας Καρούνης, που ανασταίνει γωνιά-γωνιά, την πεθαμένη φωνή του Νίκου Ξυλούρη.
Εξάλλου, το σκηνικό δίδυμο Μαρίνα Ασλάνογλου (Ρωμιάκι) και Τάσος Νούσιας (Ρωμιός) αλώνιζε κυριολεκτικά το χώρο διευθετώντας πρόσωπα και πράγματα και λειτουργώντας δίκην σκηνοθέτη μέσα στη σκηνοθεσία. Με ξεχωριστό μπρίο, οι δύο ηθοποιοί σε ξεναγούν στο μουσείο των ζωντανών αγαλμάτων και των αενάως κινουμένων και σκορπισμένων, από δω και από κει, ζωτικών οργάνων της Ελλάδας. Ο Ρωμιός και το Ρωμιάκι, λίγο σοφοί, λίγο τρελοί, δείχνουν τον δρόμο που χαράζει κάθε φορά ο Έτσι, ο Παράξενος, αυτός που τον δείχνουν με το δάχτυλο. Δύσκολος ρόλος, πολύπλοκος, κινείται στην κόψη του ξυραφιού. Χρειάζεται γνώση της ισορροπίας, πράγμα που κατέχουν καλά τόσο η κυρία Ασλάνογλου, όσο και ο κύριος Νούσιας, ζεύγος υψηλών προδιαγραφών χάρη στο οποίο διατηρείται άθικτος ο ρυθμός και το μέτρο της παράστασης, ώστε ν’ αποφεύγεται τεχνηέντως το φαινόμενο της κοιλιάς, σύνηθες σε παραστάσεις σπονδυλωτής μορφολογίας.
Ιδιαίτερο τόνο και βάρος στην αναπαράσταση του «Μεγάλου μας τσίρκου» δίνει η παρουσία του Γιώργου Αρμένη σε δύο ρόλους-παγίδες, του Καραγκιόζη και του αγάλματος του Κολοκοτρώνη. Ο Γιώργος Αρμένης δίνει ιδιαίτερο ύφος στην καρικατούρα του αιώνια καταδικασμένου σε πείνα λαού, του δίνει επικολυρική υπόσταση σε αντίστιξη προς το στίγμα που τον καθιστά σύμβολο της γνωστής «Ψωροκώσταινας». Ομοίως, ως άγαλμα του Κολοκοτρώνη, υπογραμμίζει γλαφυρά και χωρίς περιστροφές την ακμή και την έκπτωση των αξιών του Γένους, όπως το είχε οραματισθεί ελεύθερο και χωρίς προστάτες ο Γέρος του Μοριά. Ωστόσο, ο κύριος Αρμένης δίνει, νομίζω, μεγάλη έμφαση στη συγκινησιακή πλευρά του ρόλου εμπλουτίζοντάς τον, παράλληλα, με κωμικές αποχρώσεις.
Οι θεματικές και τα γεγονότα στα οποία παραπέμπει ο Ιάκωβος Καμπανέλλης περιγράφονται και προβάλλονται ευθύβολα από τον θίασο στο σύνολό του, έναν πολυπληθέστατο θίασο σε απόλυτη σύζευξη και με καλοζυγισμένη κίνηση.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια της Έρσης Δρίνη εντάσσονται σε πλέγμα διαφορετικότητας με ζητούμενο, θα λέγαμε, την ομοιόμορφη σωματικότητα σε ουδέτερο πλαίσιο σκηνικού περιβάλλοντος. Στην δημιουργία του κλίματος αυτού συμβάλλουν καταλυτικά οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου, οι οποίοι μάλιστα όταν χαμηλώνουν σε συγκεκριμένα στιγμιότυπα, αναδίδουν την εσωτερική δυναμική της ανάμνησης και της απουσίας.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ
«Το Μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη
Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος-Θέατρο «Ακροπόλ»
Σκηνοθεσία: Σωτήρης Χατζάκης
Μουσική: Σταύρος Ξαρχάκος
Σκηνικά-Κοστούμια: Έρση Δρίνη
Χορογραφία: Δημήτρης Σωτηρίου
Φωτισμοί: Αντώνης Παναγιωτόπουλος
Διανομή: Γιώργος Αρμένης, Μαρίνα Ασλάνογλου, Τάσος Νούσιας, Κική Μπάκα, Δημήτρης Μορφακίδης, Γιάννης Καραμφίλης, Αλέξανδρος Τσακίρης, Χρήστος Νίνης, Μιχάλης Γούναρης, Νίκος Καπέλιος, Γιάννης Χαρίσης, Νίκος Μαγδαληνός, Marlene Kaminsky, Χρύσα Ζαφειριάδου, Ευανθία Σωφρονίδου, Αμαλία-Ελευθερία Ταταρέα, Λίλιαν Παλάντζα, Πολυξένη Σπυροπούλου, Στέλλα Ράπτη
Τραγουδιστής: Ζαχαρίας Καρούνης
Χορευτές: Παναγιώτα Αλεξίου, Αφροδίτη Γεωργιάδου, Κώστας Καφαντάρης, Αλέξης Τσιάμογλου
Στην ορχήστρα, την οποία διευθύνει επί σκηνής ο Σταύρος Ξαρχάκος, συμμετέχουν οι μουσικοί: Νεοκλής Νεοφυτίδης (πιάνο), Νίνο Κιτάνι (φλάουτο, κλαρίνο, φλογέρα), Βασίλης Δρογκάρης (ακορντεόν), Σωτήρης Μαργώνης (βιολί), Ηρακλής Ζάκκας (μπουζούκι, μαντολίνο, λαούτο), Διαμαντής Σιδερίδης (τζουράς, μπουζούκι), Νίκος Σαμπαζιώτης (κιθάρα), Σταύρος Καβαλιεράτος (κοντραμπάσο), Γιάννης Χατζής (κρουστά).
Η περιοδεία έχει ολοκληρωθεί. Οι παραστάσεις θα συνεχιστούν στο Θέατρο «Ακροπόλ» από τα μέσα του Οκτωβρίου.
*Η Μαρίκα Θωμαδάκη είναι καθηγήτρια Σημειολογίας του Θεάτρου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών