Η επιστολή του Κώστα Καζάκου για την παράσταση “Το μεγάλο μας τσίρκο”

Κάθε πέντε με δέκα χρόνια, εξετάζαμε με τον Καμπανέλλη και τον Ξαρχάκο, την ιδέα μιας καινούργιας παράστασης του Τσίρκου. Και πάντα καταλήγαμε στο συμπέρασμα, ότι πρέπει να χτίσουμε ένα καινούργιο Τσίρκο επί σκηνής, με επίκαιρη σάτιρα, που να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της δοσμένης πραγματικότητας. Και αφήναμε την παλιά παράσταση στην ησυχία της. Αισθανόμαστε βαριά ευθύνη για τις εικόνες που είχε συγκρατήσει στη μνήμη του το Κοινό, από την εποχή του 1973.
Εδώ πρέπει να κατανοηθεί ότι το 50% της επιτυχίας εκείνης της παράστασης του 1973, το έφερε μαζί του το ίδιο το Κοινό, ως αποσκευή του. Εκφράστηκε δηλαδή, η ανάγκη της εποχής. Ο φανερός και κοινός εχθρός, η λαϊκή ομοψυχία κ.λπ.
Εξέθεσα αμέσως τις σοβαρές μου επιφυλάξεις και επεσήμανα τους κινδύνους, που εγκυμονεί ένα τέτοιο εγχείρημα, κατά την άποψή μου.
Οι συγκυρίες, βέβαια, έχουν επαναφέρει το έργο του Καμπανέλλη στην επικαιρότητα κατά τρόπο δραματικό.
Για να πετύχει η καινούργια παράσταση το ίδιο αποτέλεσμα, νομίζω ότι πρέπει να εξασφαλιστούν ορισμένες προϋποθέσεις. Και εξηγούμαι:
Πολλοί ρόλοι που τότε παίχτηκαν από πρωτόβγαλτους και άγνωστους στο Κοινό ηθοποιούς, τώρα θα πρέπει να παιχτούν από γνωστούς πρωταγωνιστές. Ο υποκριτικός κώδικας που χρησιμοποιήθηκε τότε, ήταν ο κώδικας της παλιάς λαϊκής επιθεώρησης. Η άμεση συνεννόηση του ηθοποιού με τους θεατές. Οι ηθοποιοί δηλαδή, «έκλειναν το ματάκι», όπως λέμε στη γλώσσα μας, στους θεατές. Κι αυτό για να λειτουργήσει πρέπει να είσαι ο άνθρωπός τους. Να είσαι η Τζένη τους ή ό Νιόνιος τους.
Έπειτα πρέπει να βρεθεί ο τρόπος να αποφευχθούν οι συγκρίσεις. Θα ήταν καταστρεπτικό να βλέπει κανείς την καινούργια παράσταση και να νοσταλγεί την Καρέζη, τον Ξυλούρη ή τον Παπαγιαννόπουλο. Εξήγησα ποιος θα μπορούσε να είναι αυτός ο τρόπος, πάντα κατά τη γνώμη μου.
Ακολουθεί το υπερβολικό κόστος. Η παράσταση χρειάζεται καμιά πενηνταριά νοματαίους επί σκηνής, μαζί με τους δέκα μουσικούς. Μεταξύ των τριών σκηνών και της πασαρέλας, κινούνται όγκοι ανθρώπων αλλιώς πολλά επεισόδια θα χάσουν τη σημασία τους.
Και εξήγησα πως θα έβλεπα την αναβίωση της παλιάς παράστασης:
Τη φαντάζομαι σαν ένα φεστιβαλικό γεγονός, ιδιαίτερου ενδιαφέροντος, που θα χτιστεί σε μεγάλο χώρο, με τρείς σκηνές και πασαρέλα και θα παιχτεί για πέντε με δέκα παραστάσεις, όσο χρειάζεται για να υποδεχτεί το Κοινό που θα επιθυμούσε να το ιδεί. Και όχι σε ένα συμβατικό θέατρο, ιταλικού τύπου, της μιας υπερυψωμένης σκηνής, που θα ανοίξει τις πόρτες του για καθημερινές παραστάσεις, όπως συνηθίζεται. Και για να γίνω συγκεκριμένος, θυμίζω σε όσους το έζησαν, τη Θεσσαλονίκη, τον Σεπτέμβριο του 1974, στο Παλαί ντε Σπορ, όπου σε έξη μόνο παραστάσεις, παρακολούθησαν το έργο 52.000 θεατές. Με τη χουντική Χωροφυλακή της Γ΄ Υποδιεύθυνσης, να έχει ζώσει το χώρο και να εμποδίζει ανοιχτά την προσέλευση του Κοινού.
Στις αρχές Αυγούστου, το Κ.Θ.Β.Ε. άλλαξε τον προγραμματισμό του και αντί το Γενάρη του 12, αποφάσισε ν’ ανεβάσει το έργο, το Νοέμβρη του 11. Οπότε σταμάτησε κάθε συζήτηση από την πλευρά μου.
Η ιδιαίτερη σχέση μου με την παλιά παράσταση, δεν μου επιτρέπει άλλη αντιμετώπιση.
Με στενοχωρεί μόνο το γεγονός ότι μέχρι και τις τελευταίες μέρες, στις ανακοινώσεις του Κ.Θ.Β.Ε., εμπλέκεται το όνομά μου, ως υπεύθυνου της παράστασης.
Φιλικότατα
Κώστας Καζάκος