«Μεμοράντουμ»: Όταν τα συστήματα που υπηρετούμε τυφλά μας φυλακίζουν

Με χιούμορ και ευρηματικότητα η παράσταση καταδικάζει τους τεχνητούς τρόπους επικοινωνίας
Μετά την περσινή επιτυχία του «Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα» (διαβάστε εδώ την κριτική μας) η ομάδα The Young Quill συνεχίζει δυναμικά στο Θέατρο Μπέλλος με ένα έργο πολιτικής σάτιρας, το οποίο κινείται στον χώρο του θεάτρου του παραλόγου, το «Μεμοράντουμ».
Γραμμένο από τον Βάτσλαβ Χάβελ, Τσέχο συγγραφέα και πολιτικό που αντιστάθηκε στο κομμουνιστικό καθεστώς της Τσεχοσλοβακίας, μας βάζει στους κόλπους μίας απρόσωπης εταιρείας όπου κυριαρχεί ένα κλίμα απόλυτης γραφειοκρατίας και αποξένωσης και η ανθρώπινη διάσταση χάνεται μέσα από την αδιαφορία και την αποκοπή από τα συναισθήματα.
Η επιβολή της Φέντεμ, μιας νέας γλώσσας στείρας και τεχνοκρατικής, φέρνει τους ήρωες αντιμέτωπους με τις πράξεις τους και ανοίγει έναν ατέρμονο κύκλο ασυνεννοησίας και εγωισμού που δηλητηριάζει την ανθρώπινη επικοινωνία.
Ο συγγραφέας θέτει στο προσκήνιο κρίσιμα θέματα, όπως την υποβάθμιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την επικράτηση ενός μηχανιστικού τρόπου επικοινωνίας και την προσκόλληση του ανθρώπου σε αντιφατικά συστήματα που τον καθιστούν δέσμιο.
Η σκηνοθεσία
Η σκηνοθετική προσέγγιση της Αικατερίνης Παπαγεωργίου επιτυγχάνει να φέρει κοντά τον σουρεαλισμό και τον πολιτικό χαρακτήρα του έργου μέσα σε ένα καυστικό και απολαυστικό κλίμα.
Αναδεικνύοντας τα θέματα της γραφειοκρατίας και της διαστρέβλωσης της ανθρώπινης επικοινωνίας, η σκηνοθέτις καταφέρνει να αποδείξει ότι τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται το έργο είναι εξαιρετικά επίκαιρα.
Η παράσταση μιλάει στο σήμερα, όπου μας απασχολούν τα ίδια ζητήματα: ο κυκεώνας της γραφειοκρατίας, η αναποτελεσματικότητα και η απώλεια της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία θυσιάζεται στο βωμό της ομοιομορφίας, της ευκολίας και της προόδου.
Χωρίς να περιορίζεται στο ιστορικό ή πολιτικό πλαίσιο του Χάβελ, η Αικατερίνη Παπαγεωργίου μας παρουσιάζει την πικρή αλήθεια πίσω από τα γραφειοκρατικά συστήματα και τις ανθρώπινες σχέσεις που αποδυναμώνονται και παραμορφώνονται από αυτά, αποδεικνύοντας την διαχρονικότητα και την βαθιά κοινωνική κριτική του έργου.
Η σκηνοθεσία επίσης εναρμονίζεται εξαιρετικά με την σκηνογραφία και την κινησιολογία, με τις Μυρτώ Σταμπούλου και Χρυσηίδα Λιατζιβίρη να έχουν κάνει εξαιρετική δουλειά σε έναν δύσκολο και περιορισμένο από πλευράς χωροταξίας θέατρο.
Η σκηνοθεσία δεν περιορίζεται απλώς σε μια τεχνική εξυπηρέτηση του χώρου, αλλά τον χρησιμοποιεί με τρόπο που ενισχύει την επικοινωνία με τους θεατές. Η κίνηση, η σκηνογραφία και η γενική οργάνωση του χώρου συνθέτουν ένα σκηνικό που φέρνει τους ηθοποιούς κοντά στο κοινό, δημιουργώντας μια αίσθηση άμεσης και προσωπικής επαφής. Αυτή η εγγύτητα είναι συναισθηματική, καθώς ο περιορισμένος χώρος εντείνει τις σχέσεις και τις αλληλεπιδράσεις στην παράσταση.
Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε στον συντονισμό κίνησης και λόγου στις σκηνές των «χορικών», οι οποίες όχι μόνο επιτεύχθηκαν με άρτιο τρόπο, αλλά ήταν και ένα εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο και εντυπωσιακό.
Όσον αφορά αισθητική της παράστασης, αυτή στηρίχθηκε στις ενδυματολογικές επιλογές της Ειρήνης Γεωργακίλα (τα γκρι κουστούμια με φωσφοριζέ πινελιές που κεντρίζουν αμέσως το ενδιαφέρον), τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου (που υπογραμμίζουν τις κρίσιμες στιγμές) και τις μάσκες των Κωνσταντίνου Χαλδαίου και Ευθύμη Γρόμφου (εντυπωσιακές κατασκευές που αναδεικνύουν την καθοριστικότητα των «χορικών»).
Οι ερμηνείες
Αρχικά, το «Μεμοράντουμ» ξεχωρίζει για τη συνοχή της ομάδας του, με τους περισσότερους ηθοποιούς να έχουν συνεργαστεί στο παρελθόν. Τα μέλη της ομάδας The Young Quill (Αλέξανδρος Βάρθης, Ελίζα Σκολίδη, Τάσος Λέκκας, Φάνης Μιλλεούνης) που έχουν τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό του θεάτρου Μπέλλος «δίνουν το παρών», ενώ εξαιρετική ήταν και η ένταξη των Ορέστη Χαλκιά, Αλεξάνδρα Μαρτίνη και Θανάση Βλαβιανού, οι οποίοι δένουν εύκολα με το υπόλοιπο σύνολο.
Ο Θανάσης Βλαβιανός, ως γενικός διευθυντής του οργανισμού ονόματι Γκρόσκας προσδίδει βάθος και πολυπλοκότητα στον ρόλο του. Ο χαρακτήρας του προσπαθεί να κατανοήσει τις συνθήκες που επιβάλλει το νέο σύστημα επικοινωνίας στην εταιρεία έχοντας ως απώτερο σκοπό να επιβιώσει εντός αυτού του παράλογου κόσμου.
Η ερμηνεία του απολαυστική και χιουμοριστική, αποτυπώνει την εσωτερική πάλη του ήρωα. Από τη μία, επιδεικνύει αφοσίωση και αμεσότητα στην εκπλήρωση των εντολών του συστήματος, ενώ από την άλλη, είναι έτοιμος να εγκαταλείψει κάθε ανθρώπινη και ηθική αρχή για να διατηρηθεί στην εξουσία. Η ικανότητα του ηθοποιού να αλλάζει στρατόπεδα με υποκριτική ευχέρεια και να προσαρμόζεται εύκολα όταν του τάζουν αυτό που θέλει συμβάλλει στη δημιουργία ενός χαρακτήρα ανησυχητικά συνυφασμένου με τη σύγχρονη κοινωνία, γιατί είναι κάποιος που θα μεταμορφωθεί με σκοπό να παραμείνει στην κορυφή.
Ο υποδιευθυντής Μπάλας, τον οποίο ο Τάσος Λέκκας, είναι ένας σκληρός χαρακτήρας που συμβολίζει τον άνθρωπο που προσπαθεί να επιβιώσει μέσω της προσαρμογής, αποδεχόμενος και υιοθετώντας άκριτα το νέο σύστημα.
Η ερμηνεία του Λέκκα αποδίδει με λεπτότητα την αναλγησία, αλλά και την ευθραστικότητα του ήρωα: ενώ θα επιβληθεί για να περάσουν τα δικά του θέλω, δεν αντιλαμβάνεται ότι θυσιάζει την ανθρώπινη τιμιότητά του για να ικανοποιήσει τον παραλογισμό του. Εγκλωβίζεται σε έναν στόχο που θα του επιτρέψει να εξελιχθεί με τίμημα να χάσει τον ίδιο του εαυτό το. Ο Τάσος Λέκκας κατορθώνει να αναδείξει τον σύγχρονο άνθρωπο που αφομοιώνεται από το σύστημα και δεν θέλει με τίποτα να χάσει το κύρος του.
Σε αντιδιαστολή με τον σκληρό Μπάλα βρίσκεται ο υποταχτικός βοηθός του, Κολώνας τον οποίο υποδύεται ο Φάνης Μιλεούνης.
Είναι μία ενσάρκωση της υπακοής και της αδράνειας που διαπνέει τη γραφειοκρατική κουλτούρα. Ο ρόλος αυτός είναι ο άνθρωπος που έχει αποδεχτεί πλήρως την καθεστηκυία τάξη, ακολουθώντας τις διαδικασίες και τις νόρμες χωρίς καμία αμφισβήτηση τους.
Η ερμηνεία του Μιλεούνη αποδίδει την αίσθηση ότι ο Κολώνας έχει ενστερνιστεί στον μεγαλύτερο βαθμό τα δεδομένα του συστήματος, αποδεχόμενος την εκμετάλλευσή του από τους άλλλους. Αδρανής και με μετρημένα, προβάλλει μία τυφλή υπακοή του και μία έλλειψη οποιασδήποτε συνείδησης ή αμφισβήτησης του καθεστώτος, κάτι που τον καθιστά χαρακτηριστικό δείγμα της γραφειοκρατικής αποξένωσης.
Ο Αλέξανδρος Βάρθης, στον ρόλο του Στρολίδη, προσφέρει μία άρτια ερμηνεία που «παντρεύει» το χιούμορ με την ανθρώπινη αποξένωση μέσα στον γραφειοκρατικό μηχανισμό. Ο Στρολίδης είναι η σκιά ενός ανθρώπου που έχει αποδεχτεί πλήρως το γραφειοκρατικό σύστημα και δεν έχει καμία διάθεση να το αλλάξει.
Με μία ψεύτικη ευγένεια και χαρά, προσποιείται ότι ξέρει πολύ καλά τι κάνει και ακολουθεί πιστά τις εντολές και τα πρωτόκολλα του συστήματος, χωρίς να φέρει καμία αντίρρηση. Με απολαυστικές γκριμάτζες και υπερβολικές εκφράσεις, ο Βάρθης μας φέρνει γέλιο, αλλά είναι ένας τραγικός χαρακτήρας, τελείως απρόσωπος που ζει και αναπνέει ανάμεσα στη ρουτίνα και τη βαρεμάρα της δουλειάς του.
Η ερμηνεία της Ελίζας Σκολίδη στον ρόλο της Ελένης αναδεικνύει έναν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα χαρακτήρα, τον οποίο η ηθοποιός καταφέρνει να ενσαρκώσει γεμάτο ενέργεια. Η Ελένη είναι το απόλυτο παράδειγμα της προσωπικής υποταγής σε ένα σύστημα που εξουδετερώνει την ατομική σκέψη και δράση και η Σκολίδη, μέσα από τη γελοιογραφική υπερβολή και την υπερκινητικότητα, αποδίδει τον άνθρωπο που όχι μόνο συμμορφώνεται αλλά και «πάει με τα νερά» του παράλογου συστήματος.
Το εκρηκτικό του χαρακτήρα της μπορεί να εμπλουτίζει την παράσταση με κωμικά στοιχεία, αλλά έχει και έναν πιο βαθύ σκοπό. Η Ελένη είναι μία ηρωίδα αδρανής, χαρακτηριστικό το οποίο δεν φαίνεται με εξωτερικές εκφράσεις, αλλά με μια εσωτερική, σχεδόν αόρατη αποδοχή της κατάστασης. Και αυτό το καταφέρνει με το παραπάνω η Ελίζα Σκολίδη.
Επίσης υπερκινητικός και με ταλέντο στη σωματική ευλυγισία, ο Ορέστης Χαλκιάς υποδύεται τον Σαββάδα, τον άνθρωπο που αφοσιώνεται στην υπηρέτηση του συστήματος.
Η ερμηνεία του Χαλκιά αποτυπώνει την αποξένωση του Σαββάδα από τον υπόλοιπο κόσμο, αναδεικνύοντας το αδιέξοδο του χαρακτήρα του: ενώ προσπαθεί να διατηρήσει την εικόνα της επιτυχίας και της τάξης μέσα στον γραφειοκρατικό κόσμο, αποτυγχάνει να αντιληφθεί την ουσία της πραγματικής ελευθερίας και επικοινωνίας. Παρουσιάζει τον εαυτό του σαν αυθεντία αλλά στην πραγματικότητα είναι το απόλυτο τίποτα.
Η απομόνωσή του και η αδυναμία του να συνδεθεί με άλλους ανθρώπους του στερούν την δυνατότητα να βιώσει οποιαδήποτε αληθινή ανθρώπινη εμπειρία. Και εδώ έγκειται η τραγικότητα του ήρωα: τι γίνεται όταν το σύστημα που υπηρετούμε αφαιρεί την ανθρωπιά και την ικανότητα να δεθούμε με τους άλλους;
Η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Μαρτίνη στον διπλό ρόλο της Μαρίας και της «υπαλλήλου» αποκαλύπτει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στον ρόλο της «υπαλλήλου», η Αλεξάνδρα Μαρτίνη υποδύεται μια περσόνα που έχει αποδεχτεί πλήρως την τρέλα του γραφειοκρατικού συστήματος. Αποδεσμεύεται από την πραγματικότητα, καθώς αναζητά μονάχα την πρόσκαιρη απόλαυση, αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει γύρω της
Ως Μαρία, η ηθοποιός ενσαρκώνει την τελευταία ανθρώπινη φωνή σε έναν κόσμο που έχει χαθεί σε ένα αχανές σύστημα. Η Μαρία αντιπροσωπεύει την αναγκαία αντίσταση στη φθορά του συστήματος, μια φωνή που προσπαθεί να διατηρήσει την αυθεντικότητα την επαφή με το δίκαιο και τον άνθρωπο, προτιμώντας να διατηρήσει την αξιοπρέπεια της, ακόμη και εάν γνωρίζει ότι η αντίστασή της δεν θα φέρει καρπούς.
Επίλογος
Το «Μεμοράντουμ» είναι μία παράσταση αληθινή και αλληγορική που συνδυάζει καταπληκτικά τη συγκίνηση και το χιούμορ και τολμά να μας πει κατάμουτρα την αλήθεια για την κατάντια των ανθρώπινων συστημάτων. Αλαζονεία, απανθρωπιά, έλλειψη ηθικής πυξίδας απασχολούν όλες τις κοινωνίες, αλλά στη σημερινή κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα, το «Μεμοράντουμ» βρίσκει αντίκρισμα και ασκεί κριτική σε όσους υπηρετούν τεχνητές μορφές εξουσίας και αλληλεπίδρασης.