Ειρήνη Παπά: Το κορίτσι από το Χιλιομόδι που έγινε παγκόσμια ηθοποιός – Τα παιδικά χρόνια, η τεράστια πορεία, οι διακρίσεις και οι άνδρες που πέρασαν από τη ζωή της

Η κληρονομιά της τελευταίας Καρυάτιδας
Η σπουδαία, παγκόσμια Ειρήνη Παπά δεν είναι δίπλα μας, καθώς έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών, αφήνοντας πίσω της μια μοναδική κληρονομιά ως καλλιτέχνιδα.
Η ίδια, άλλωστε, πρωταγωνίστησε σε κορυφαία έργα, παίρνοντας μέρος σε συνολικά 31 ταινίες. Η αρχή έγινε το 1948, στην ταινία «Χαμένοι Άγγελοι».
Έκτοτε ακολούθησαν μεγάλοι ρόλοι σε ταινίες όπως: «Μπουμπουλίνα», «Η λίμνη των Στεναγμών», «Αντιγόνη», «Ηλέκτρα», «Αλέξης Ζορμπάς», «Ιφιγένεια», «Το μαντολίνο του λοχαγού Κορέλι» και φυσικά η «Οδύσσεια».
Το 1951 έγινε γνωστή διεθνώς με την κοινωνική δραματική ταινία Νεκρή Πολιτεία της Φίνος Φιλμ, στον Μυστρά, που προβλήθηκε, αντιπροσωπεύοντας την Ελλάδα, στο Φεστιβάλ των Καννών, του σκηνοθέτη Φρίξου Ηλιάδη και συμπρωταγωνιστή τον Γιώργο Φούντα (ο οποίος εμφανίζεται για πρώτη φορά στον κινηματογράφο) και διαδραματίζεται στον Μυστρά.
Τρεις από τις ταινίες στις οποίες η Ειρήνη Παπά πρωταγωνίστησε προτάθηκαν για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας, με την γαλλόφωνη Ζ του Κώστα Γαβρά να το κατακτά, ενώ υποψήφιες υπήρξαν επίσης και δύο ελληνικές ταινίες, μεταφορές στην μεγάλη οθόνη αρχαίων τραγωδιών, η Ηλέκτρα και η Ιφιγένεια.
Η Ειρήνη Παπά συμμετείχε σε πολλές χολιγουντιανές παραγωγές, ενώ πρωταγωνίστησε και στο θέατρο Μπρόντγουεϊ το 1967.
Το 1979 στο Ηρώδειο, όταν ήταν να παιχτεί το Αντώνιος και Κλεοπάτρα, βρέθηκε σε διαμάχη με τον Δημήτρη Χορν που είχε εκφραστεί απαξιωτικά εναντίον της.
Σύμφωνα με τον κριτικό Ρότζερ Ίμπερτ, είχε τρία «μειονεκτήματα», το ύψος της, που έκανε πολλούς ηθοποιούς να μην θέλουν να σταθούν δίπλα της, την ομορφιά της που ήταν ανταγωνιστική για τις άλλες ηθοποιούς και τη «βαριά» πελοποννησιακή προφορά της. Ο Πορτογάλος σκηνοθέτης Μανοέλ Ντε Ολιβέιρα, είχε πει ότι είναι «η πανέμορφη και μεγαλοπρεπή φιγούρα που ενσαρκώνει τη γυναικεία ψυχή στη βαθύτερη έκφραση της και η εικόνα της Ελλάδας όλων των εποχών».
Στην Ελλάδα δεν έχει αναγνωριστεί τόσο, όσο διεθνώς. Τιμήθηκε με το Παράσημο του Ταξιάρχη του Τάγματος του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλο το 1995.
Το 2008, η Ιταλία την τίμησε με το «Βραβείο Ρώμη» στο αρχαίο θέατρο της «Όστια Αντίκα». Τότε όταν παρέλαβε το βραβείο είχε πει: «Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω, μπορώ μόνο να πω ότι η Αθήνα θα είναι πάντα η μητέρα μου, αλλά η Ρώμη, παράλληλα, είναι δεύτερη μητέρα μου, από ξεκάθαρη επιλογή μου». Στην Ιταλία συνεργάστηκε με πολλούς Ιταλούς σκηνοθέτες και οι Ιταλοί την αγάπησαν, λέγοντας Bella Greca και Irene Nostra (δηλ. «η δικιά μας Ειρήνη»). Στην Ιταλία κατέφυγε τα χρόνια της χούντας, δεδομένου ότι ήταν υποστηρίκτρια του κομμουνισμού.
Η Πορτογαλία έδειξε την εκτίμησή της με την υποστήριξη στο θέατρο που ίδρυσε εκεί για να παίζονται αρχαίες τραγωδίες. Γι’ αυτό το θέατρο η Ειρήνη Παπά διέμενε στην Πορτογαλία τα τελευταία ενεργά χρόνια της.
Το 2000 τιμήθηκε με τον τίτλο «Γυναίκα της Ευρώπης» και το 2009 με τον Χρυσό Λέοντα Μπιενάλε του Θεάτρου της Βενετίας, από τα χέρια του σκηνοθέτη Μαουρίτσιο Σκαπάρο.
Τα τελευταία χρόνια είχε τιμηθεί και με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα στο Πανεπιστήμιο Τορ Βεργκάτα της Ρώμης στην Ιταλία. Συνολικά έλαβε περισσότερες από 24 τιμητικές διακρίσεις και βραβεία.
Τα παιδικά χρόνια, οι τραγωδίες που λάτρευε και οι άνδρες που γοήτευσε
Όπως έχει αναφέρει σε συνέντευξή της, η μητέρα της τής έλεγε συχνά παραμύθια και φανταστικές ιστορίες, γεγονός που τη βοήθησε να αναπτύξει από μικρή τη φαντασία της. Στις ιστορίες που έφτιαχνε η ίδια στα παιδικά της όνειρα ήταν πάντα πρωταγωνίστρια.
Από μικρό κοριτσάκι είχε αποφασίσει ότι θα ασχολούνταν με τον καλλιτεχνικό χώρο και, μεγαλώνοντας, το όνειρο έγινε πιο συγκεκριμένο. Θα γινόταν ηθοποιός.
Η εφηβεία τη βρίσκει στην Αθήνα να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στην Εθνική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Στα 15 της είχε ήδη πάρει τον καλλιτεχνικό της δρόμο, αφού εργαζόταν σαν ραδιοφωνική παραγωγός, τραγουδίστρια και χορεύτρια.
Μόλις ενηλικιώθηκε παντρεύτηκε τον συγγραφέα Άλκη Παπά και, παρόλο που ο γάμος τους δεν κράτησε πολύ, η ηθοποιός διατήρησε το επίθετο με το οποίο έγινε παγκοσμίως γνωστή.
Από τα πρώτα της βήματα στο θεατρικό σανίδι συμμετείχε σε αρχαίες τραγωδίες και αργότερα έγινε πρωταγωνίστρια. Οι ερμηνείες της σε έργα όπως η «Μήδεια» και η «Ηλέκτρα» έλαβαν εξαιρετικές κριτικές και η Ειρήνη Παπά έγινε διάσημη.
Το 1962 συνεργάστηκε με τον Μιχάλη Κακογιάννη και πρωταγωνίστησε στην κινηματογραφική μεταφορά της «Ηλέκτρας» μαζί με τον Γιάννη Φέρτη, την Αλέκα Κατσέλη και τον Μάνο Κατράκη. Η ταινία συνολικά κέρδισε 24 βραβεία και διακρίσεις.
Η συνεργασία της με τον μεγάλο σκηνοθέτη συνεχίστηκε το 1971 με τις Τρωάδες και το 1977 με την Ιφιγένεια. Στις Τρωάδες, που γυρίστηκε στα αγγλικά με ξένους ηθοποιούς, η Παπά γνώρισε τη συμπρωταγωνίστριά της Κάθριν Χέμπορν, που ενσάρκωσε την Εκάβη, με την οποία ανέπτυξαν δυνατή φιλία. Μάλιστα, η Χέμπορν δήλωνε δημόσια ότι η Παπά είναι μια από τις καλύτερες ηθοποιούς του σινεμά.
Η αγάπη και ο σεβασμός της ηθοποιού για τις αρχαίες τραγωδίες αποδείχτηκε πριν από μερικά χρόνια, όταν η ίδια αποφάσισε να σταματήσει να ερμηνεύει τέτοιους ρόλους. «Αποφάσισα ότι δε θα παίξω πια, διότι η τραγωδία συνεπάγεται μια τεράστια ευθύνη. Και ο φόβος ότι θα μπορούσα να μην ανταπεξέλθω, θα με έκανε να νιώσω πολύ άσχημα» δήλωσε σε συνέντευξή της σε εφημερίδα της Ρώμης.
Οι ταινίες της που κυκλοφόρησαν στο εξωτερικό, αλλά και οι διθυραμβικές κριτικές για τις θεατρικές της ερμηνείες, έκαναν τους Αμερικάνους παραγωγούς να την αναζητήσουν και να της ζητήσουν συνεργασία. Έτσι η Ειρήνη Παπά έπαιζε σε αρκετές παραστάσεις του Μπρόντγουει. Το ντεμπούτο της ήταν με το έργο «Εκείνο το καλοκαίρι» που ανέβηκε το 1967 και στο οποίο συμπρωταγωνιστούσε με τον Τζον Βόιντ, πατέρα της διάσημης ηθοποιού Ατζελίνας Τζολί.
Η Ειρήνη Παπά, παράλληλα, ποτέ δεν υιοθέτησε τον τίτλο της σταρ, ωστόσο σαν γυναίκα γοήτευε πολύ τους άνδρες. Μάλιστα, πολλές φορές δεν δίσταζε να εμφανίζεται μπροστά σε δημοσιογράφους και φωτογράφους χωρίς μακιγιάζ. Εκτός από τον γάμο της που άρχισε και τελείωσε όταν ήταν πολύ νέα, η σχέση της που απασχόλησε αρκετά τον Τύπο της εποχής ήταν αυτή με τον Μάρλον Μπράντο, τον οποίο η Ελληνίδα ηθοποιός συνέχισε να γοητεύει ακόμα και μετά τον χωρισμό τους.
Η Παπά γοήτευσε ιδιαίτερα και τον Κολομβιανό συγγραφέα Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες. Οι δυο τους συναντήθηκαν λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας Ερέντιρα που βασίστηκε στο βιβλίο του συγγραφέα. Όταν τη συνάντησε ο Μάρκες, ήταν σίγουρος ότι η Παπά θα ενσάρκωνε την πρωταγωνίστρια και μόλις πληροφορήθηκε ότι ο ρόλος της ήταν αυτός της ηλικιωμένης κακιάς, δήλωσε δημόσια:
«Είμαι αντίθετος με το ότι η Ειρήνη Παπά παίζει το ρόλο της άκαρδης γιαγιάς. Θα ήθελα να έπαιζε την Ερέντιρα γιατί είναι η πιο νέα, η πιο ωραία και η πιο λυγερή στην ταινία». Η ερμηνεία της όμως δικαίωσε τον σκηνοθέτη που την είχε επιλέξει και έκανε τον συγγραφέα να παραδεχτεί:« μετέτρεψε το πρόσωπο της γιαγιάς σε κάτι άλλο».
Η προσφορά της Ειρήνης Παπά στην τέχνη έχει αναγνωριστεί πολλές φορές τόσο εντός όσο και εκτός Ελλάδας, μέσα από τις αμέτρητες διακρίσεις που έχει λάβει κατά καιρούς.
Εκτός από το Όσκαρ που κέρδισε το 1969 για την ερμηνεία της στην ταινία «Ζ» του Κώστα Ζαβρά, έχει λάβει πολλά σημαντικά βραβεία. Ακόμα και σήμερα, που έχει αποσυρθεί από τα θεατρικά δρώμενα, το όνομα της είναι κορυφαίο και οι ερμηνείες της αποτελούν μάθημα υποκριτικής για τους νεότερους ηθοποιούς.