ΑΡΧΙΚΗ ΕΙΔΗΣΕΙΣ

«Άκουσα πως το παιδί δεν είναι δικό μου και την σκότωσα…»: Ομολογία σοκ από τον γυναικοκτόνο των Αμπελοκήπων

Του θόλωσε το μυαλό

Γυναικοκτονία στους Αμπελόκηπους: Ο 39χρονος εξέφρασε μεταμέλεια για την πράξη του, προσπαθώντας παράλληλα να μεταθέσει την ευθύνη στην άτυχη γυναίκα. Υποστήριξε ότι τον απατούσε και πως, λίγο πριν τη δολοφονία, εκείνη το παραδέχθηκε.

AD: mytest




«Γύρω στις 1:30 π.μ., ξύπνησα και διαπίστωσα ότι η σύζυγος μου έλειπε από δίπλα μου. Την αναζήτησα και τη βρήκα στο μπάνιο που μιλούσε στο τηλέφωνο με ανοιχτή ακρόαση σε video κλήση.

Την άκουσα να λέει ότι θα έπαιρνε τον μεγάλο μας γιο και θα έφευγε ενώ στην άλλη πλευρά του τηλεφώνου ακουγόταν μία αντρική φωνή (η οποία μάλιστα προσομοίαζε στη φωνή παιδικού μου φίλου) που ανταποκρινόταν θετικά στα λεγόμενα της.

Της ζήτησα να έρθει στο δωμάτιο να μιλήσουμε. Πράγματι, ήρθε και στην αρχή αρνήθηκε ότι μιλούσε στο τηλέφωνο (αποκρινόμενη ότι δήθεν έβλεπε «βιντεάκια») αλλά στη συνέχεια παραδέχθηκε ότι μιλούσε με άντρα και συγκεκριμένα τον παιδικό μου φίλο και μου δήλωσε ταυτόχρονα ότι θα έπαιρνε το μεγάλο παιδί και θα έφευγε, αφού εγώ δεν είχα χρήματα, αποδίδοντας μου μάλιστα τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς ότι “είμαι ανθρωπάκι”, “λίγος” και ότι “μια ζωή κοιμάμαι με το ψέμα της”.

Προσπαθώντας να διατηρήσω μάταια την ψυχραιμία μου τη ρώτησα «για ποιο λόγο θα πάρει το μεγάλο παιδί μαζί της, αφού έχουμε δύο παιδιά». Τότε μου απάντησε με απόλυτη ψυχρότητα κοιτάζοντας με κατάματα ότι δεν είναι δικό μου παιδί».

«Θόλωσα τόσο πολύ ακούγοντας ότι το παιδί μου, που λατρεύω, δεν ήταν δικό μου, και χωρίς κανένα έλεγχο των πράξεων μου, έπιασα ένα σφυρί από την τσάντα των εργαλείων που χρησιμοποιώ στην οικοδομή και είχα εντός της κρεβατοκάμαρας και της κατάφερα ένα χτύπημα στο κεφάλι.

Έπεσε πάνω στο κρεβάτι μας και εντελώς τυφλωμένος από τα έντονα συναισθήματα που βίωνα εκείνη τη στιγμή, έπιασα το καλώδιο ενός φορτιστή που ήταν δίπλα μου και το έσφιξα στο λαιμό της. Όταν λίγα δευτερόλεπτα αργότερα κατάλαβα τι είχε συμβεί, τρελάθηκα και προσπάθησα να την επαναφέρω δύο φορές.

Την πίεζα στο στήθος και προσπάθησα να την κάνω να αναπνεύσει αλλά δεν κατάφερα τίποτα. Ήμουν σε κατάσταση πανικού. Τη σκέπασα και την έβαλα στην ντουλάπα. Τα παιδιά δεν είχαν ξυπνήσει και δεν άκουσαν τίποτα.




Πως δεν κατάλαβαν κάτι τα παιδιά; 

Το πρωί έφυγαν για το σχολείο, χωρίς να παραξενευτούν για την απουσία της μητέρα τους, αφού άλλωστε πάντοτε εγώ τα καλούσα στο τηλέφωνο για να επιβεβαιώσω ότι είχαν ξυπνήσει και θα έφευγαν για το σχολείο, αφού εγώ έφευγα νωρίς, γύρω στις 6 για να μεταβώ στη δουλειά μου».

«Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ, δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί. Δεν το χωρούσε ο νους μου. Ήθελα όμως να το πω στις αρχές γιατί δεν άντεχα άλλο το βάρος και έτσι κάλεσα την αστυνομία και με απόλυτη ειλικρίνεια τους είπα τα πάντα.

Από τη μοιραία στιγμή που διαδραματίστηκαν αυτά τα γεγονότα, μέχρι και την αυθόρμητη εμφάνιση μου στις Αρχές, βίωνα καθημερινά μια ουσιαστική και συνειδητή ενδοσκόπηση που με οδήγησε να επιζητώ την αυτοτιμωρία μου (…).

Ακόμα και τα μηνύματα που απέστειλα στον γιο μου από το κινητό της μητέρας του, αποκλειστικό σκοπό είχαν να καθησυχάσουν τα παιδιά μου και όχι να αποκρύψουν την άδικη πράξη μου, αφού άλλωστε ενώ είχα το χρονικό περιθώριο να τα διαγράψω δεν το έπραξα, αλλά αντίθετα τα έθεσα ο ίδιος υπόψη των Αρχών κατά το στάδιο της προανάκρισης».