Coo – Bar Restaurant

Όταν έφτασα στο εστιατόριο, η παρέα μου με περίμενε ήδη. Την βρήκα να κάθεται στριμωγμένη σ’ ένα μικροσκοπικό τραπεζάκι στο μέσο περίπου του εστιατορίου.Προσπαθήσαμε να βολευτούμε κι εμείς, αλλά, παρά τις προσπάθειες των σερβιτόρων που έσπευσαν να τοποθετήσουν αριστερά και δεξιά βοηθητικά τραπεζάκια, αισθανθήκαμε τραγικά άβολα. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε με τους καλαίσθητους μεν, αλλά τεράστιους διπλούς καταλόγους -έναν για το sushi κι έναν που θα μας ξεναγούσε στην ιταλο-γαλλο-μεσογειακή κουζίνα.
Τελικά, παραγγείλαμε συγκρατημένα, σκεπτόμενοι ότι, αν παίρναμε δεύτερο ορεκτικό, έπρεπε να κρατήσουμε το πιάτο στα πόδια μας…
Προσπαθήσαμε να χαλαρώσουμε πίνοντας από ένα cocktail! Οι συντηρητικοί αρκέστηκαν σε ένα bellini, οι πιο τολμηροί δοκιμάσαμε sakerita με φρέσκο lime, τζίντζερ και χυμό αγάβης.
Επιχειρήσαμε να ανταλλάξουμε μερικές κουβέντες, αλλά δεν στάθηκε και πολύ εύκολο! Διότι, αν και ο χώρος σε ηρεμεί οπτικά με τις λιτές γραμμές και την εναλλαγή του λευκού με το μαύρο, ο θόρυβος, ειδικά στο κάτω χαμηλοτάβανο κομμάτι, είναι τόσο εκκωφαντικός που μπορεί να «καταπιεί» ακόμα και την εξαιρετική μουσική.
Όλες οι ελπίδες μας στράφηκαν στο φαγητό. Ξέρετε, αν αυτό είναι καλό, μπορεί μαγικά να αμβλύνει όλα τα κακώς κείμενα.
Μας ήρθε ένα πανεράκι με κάμποσα αδιάφορα ψωμάκια για να συνοδέψουν ένα άγευστο ντιπ τυριών.
Από τις σαλάτες, επιλέξαμε τελικά μια ωραία και φρεσκότατη πράσινη με πλούσια γεύση χωρίς καμία περίτεχνη φιοριτούρα, αφού οι ευωδιαστές φλούδες τις μαύρης τρούφας της έδιναν γευστική ένταση. Ο σεφ είχε μεταχειριστεί με σεμνότητα και σύνεση τη βινεγκρέτ, αφήνοντας τον πρωταγωνιστικό ρόλο στα λαχανικά και την τρούφα. Η δεύτερη σαλάτα μπορεί να ακούγεται κοινότυπη επιλογή, αλλά θεωρώ ότι η Waldorf, αν είναι καλοφτιαγμένη, μπορεί να σε απογειώσει με την πολυπλοκότητα της ή, αντίθετα, να σου θυμίσει fast food. Δυστυχώς εμείς εισπράξαμε τη δεύτερη εντύπωση, μιας και η μαγιονέζα επισκίαζε τα πάντα, χωρίς να αφήνει τα υπόλοιπα υλικά να ξεδιπλωθούν.
Ωστόσο, το service κυλούσε κάτι περισσότερο από καλά, με ευγένεια, διακριτικότητα και γνώση, αν και ο στενός χώρος στο τραπέζι περιόριζε ακόμα και το σερβίρισμα του εξαιρετικού κιτρινόξανθου Sauvignon Blanc από το κτήμα Άλφα.
Έπειτα, ήρθαν τα κυρίως πιάτα μας! Ο σερβιτόρος ακούμπησε μπροστά μου το ριζότο με λευκή τρούφα που είχα παραγγείλει. Έβαλε τα γαντάκια του και με το ειδικό εργαλείο άρχισε να τρίβει μικρές διάφανες «νιφάδες» λευκής τρούφας στο πιάτο μου. Η ευωδιά ήταν τόσο πολύπλοκη και δυνατή, που είμαι σίγουρη ότι έκανε ακόμη και τους διπλανούς, που απολάμβαναν τεράστιες γαρίδες τεμπούρα, να γυρίσουν το κεφάλι.
Το ριζότο ήταν πεντανόστιμο, αλλά με ένα βασικό μειονέκτημα υφής, στεγνό και χωρίς εκείνη την απαιτούμενη ζουμερή και απολαυστική ρευστότητα που απογειώνει τον ουρανίσκο.
Ο διπλανός μου απολάμβανε μια ποικιλία σούσι, μάκι και νιγκίριν, που τελικά φαίνεται ότι είναι η πιο ασφαλής επιλογή.
Ο φίλος μου ο Γιώργος πάλι, επέλεξε ένα τεράστιο burger από ψιλοκομμένο κιμά Wagyu με καραμελωμένο κρεμμύδι και ψητή ντομάτα. Η πρόταση του εστιατορίου ήταν να το συνοδεύσει με τις ατομικές συσκευασμένες μουστάρδες και κέτσαπ. Γι’ άλλη μια φορά, μετά τη σαλάτα Waldorf, μου ήρθε στο μυαλό -δεν ξέρω πως- το fast food και λυπήθηκα αφάνταστα, γιατί δεν ντύνεις ποτέ με δευτεροκλασάτα ρούχα μια «καλλονή» των κρεατικών.
Η τέταρτη της παρέας αποφάσισε να ακολουθήσει την ασφαλή επιλογή ενός american ribeye και στάθηκε τυχερή, καθώς το πιάτο της ήρθε όπως έπρεπε. Εξαιρετικό και σωστά ψημένο!.
Τέλος, τα γλυκά, με εξαίρεση το μιλφέιγ με την μπανάνα, ήταν μάλλον καλύτερα των προσδοκιών μας. Ειδικά εκείνη η αφράτη μους με τις τρεις σοκολάτες που σερβιριζόταν μέσα από τεράστια μπολ.
Λίγο πριν ζητήσομε το λογαριασμό, τα κορίτσια αποφασίσαμε να επισκεφθούμε τις τουαλέτες! Προς μεγάλη μας έκπληξη, ανακαλύψαμε ότι έπρεπε να περάσουμε από το πάσο της κουζίνας. Μάλιστα, κάποια στιγμή, προτού βγούμε στο πίσω μέρος, όπου βρίσκεται το υπαίθριο γκαράζ, και φτάσουμε στην τουαλέτα, το βλέμμα μας έπεσε στον σεφ. Ως εκ θαύματος, ανακαλύψαμε τελικά ότι ο αέρας Μυκόνου πνέει στο Κολωνάκι και σε παγώνει δυσάρεστα…
COO – BAR RESTAURANT
Δεινοκράτους 1, Κολωνάκι, τηλ. 210 7254008, www.coo.com.gr
Κόστος: €70-80 το άτομο με κρασί.
Ώρες λειτουργίας: Ανοιχτά καθημερινά από νωρίς το μεσημέρι μέχρι τις 02:00.