ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

29/11/1912: Ξεκινά ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων – Το ελληνικό έπος στους Βαλκανικούς Πολέμους

Ιστορίες και παρασκήνιο γύρω από την πιο μεγάλη σύγκρουση Ελλήνων και Οθωμανών στον Α' Βαλκανικό Πόλεμο

Ο αγώνας για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων αποτέλεσε την κορυφαία στρατιωτική σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Οθωμανική Αυτοκρατορία στο μέτωπο της Ηπείρου, κατά τη διάρκεια του Α’ Βαλκανικού Πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912 – 18 Μαΐου 1913). Η επιχείρηση για την κατάληψη της πρωτεύουσας της Ηπείρου διήρκεσε σχεδόν τρεις μήνες, από τις 29 Νοεμβρίου 1912 έως τις 21 Φεβρουαρίου 1913, όταν οι οθωμανικές δυνάμεις παραδόθηκαν στον διάδοχο Κωνσταντίνο, ο οποίος ηγείτο των ελληνικών στρατευμάτων.

AD: mytest

Διαβάστε επίσηςΜια κορυφαία στιγμή εθνικής υπερηφάνειας: Όταν οι Έλληνες αντάρτες ανατίναξαν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου

Με την έναρξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου, τα ελληνικά στρατεύματα υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη (1846-1931) συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της Άρτας και υιοθέτησαν αρχικά αμυντική στάση, με στόχο την ασφάλεια της μεθορίου. Οι ελληνικές δυνάμεις, αν και περιορισμένες σε μέγεθος μιας μεραρχίας, βρίσκονταν σε μειονεκτική θέση έναντι των ισχυρότερων οθωμανικών δυνάμεων, που περιλάμβαναν δύο μεραρχίες υπό τη διοίκηση του Εσάτ Πασά (1862-1952), ενός Οθωμανού στρατηγού γεννημένου στα Ιωάννινα. Το ελληνικό σχέδιο προέβλεπε ότι, μετά την ολοκλήρωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Μακεδονία, θα αποδεσμεύονταν στρατεύματα για να αναληφθεί επιθετική πρωτοβουλία στην Ήπειρο.

Πώς έγινε η απελευθέρωση των Ιωαννίνων

Από τις 6 Οκτωβρίου είχαν ήδη ξεκινήσει οι πρώτες συγκρούσεις, με τον ελληνικό στρατό να αναλαμβάνει σύντομα επιθετικές πρωτοβουλίες. Στις επόμενες ημέρες, οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν τη Φιλιππιάδα στις 12 Οκτωβρίου και την Πρέβεζα στις 21 Οκτωβρίου. Στη συνέχεια, προχώρησαν προς την πεδιάδα των Ιωαννίνων, όπου είχε συγκεντρωθεί ο κύριος όγκος των τουρκικών δυνάμεων. Οι τουρκικές δυνάμεις είχαν ενισχυθεί με επιπλέον στρατεύματα από την περιοχή του Μοναστηρίου, γεγονός που, σε συνδυασμό με τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες, επιβράδυνε την προέλαση του ελληνικού στρατού.

Η κατάληψη των Ιωαννίνων φαινόταν εξαιρετικά δύσκολη, καθώς ο ελληνικός στρατός έπρεπε να αντιμετωπίσει τα οχυρά του Μπιζανίου. Ο ορεινός όγκος του Μπιζανίου, που δεσπόζει νότια των Ιωαννίνων, θεωρούνταν ισχυρότατη αμυντική θέση. Επιπλέον, είχε πρόσφατα ενισχυθεί με πέντε μόνιμα πυροβολεία, τα οποία είχαν κατασκευαστεί υπό την επίβλεψη Γερμανών ειδικών, καθιστώντας τον στόχο ιδιαίτερα απαιτητικό.

Η κυβέρνηση του Ελευθέριου Βενιζέλου επιδίωκε την ταχεία απελευθέρωση της Ηπείρου, πριν ολοκληρωθούν οι ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου, που βρισκόταν σε εξέλιξη. Για τον σκοπό αυτό, ο στρατός της Ηπείρου ενισχύθηκε με μία επιπλέον μεραρχία από τη Θεσσαλονίκη. Υπό την ηγεσία του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Σαπουντζάκη, οι ελληνικές δυνάμεις εξαπέλυσαν την πρώτη σημαντική επίθεση κατά των οχυρών του Μπιζανίου στις 29 Νοεμβρίου 1912. Ωστόσο, η προσπάθεια απέτυχε, προκαλώντας ανησυχία στην ελληνική κυβέρνηση.

Στις 8 Δεκεμβρίου αποφασίστηκε η αποστολή δύο επιπλέον μεραρχιών στην περιοχή, ενώ την επόμενη μέρα ο διάδοχος Κωνσταντίνος, με τηλεγράφημά του προς την πολιτική ηγεσία, έθεσε ζήτημα αντικατάστασης του αντιστράτηγου Σαπουντζάκη, τον οποίο χαρακτήρισε «αδέξιο». Το ίδιο βράδυ, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να αναθέσει την ηγεσία του Στρατού της Ηπείρου στον διάδοχο Κωνσταντίνο. Παρόλο που αρχικά διατύπωσε επιφυλάξεις, τελικά αποδέχθηκε τον ρόλο. Στις 3 Ιανουαρίου 1913, η σχετική διαταγή έφτασε στο Στρατηγείο Ηπείρου, περιλαμβάνοντας και τη ρητή απαγόρευση οποιασδήποτε επιθετικής ενέργειας πριν από την άφιξή του.

Ωστόσο, ένα απρόοπτο γεγονός ανέτρεψε τα δεδομένα. Ένα αυτοκίνητο με δύο άνδρες αυτομόλησε στις τουρκικές γραμμές. Ο Σαπουντζάκης, επιδιώκοντας να αποκαταστήσει το στρατιωτικό του κύρος, εξέφρασε την ανησυχία του στο Υπουργείο Στρατιωτικών ότι οι επιβάτες θα πρόδιδαν στους Τούρκους τη διάταξη των ελληνικών δυνάμεων. Υποστήριξε πως μια αιφνιδιαστική επίθεση πριν την άφιξη του Κωνσταντίνου θα είχε ουσιαστικά αποτελέσματα. Το επιτελείο ενέκρινε το αίτημά του και στις 7 Ιανουαρίου 1913 ξεκίνησε νέα επίθεση κατά των οχυρών του Μπιζανίου. Παρά την προσπάθεια, οι Τούρκοι υπερασπιστές απέκρουσαν την επίθεση, προκαλώντας σημαντικές απώλειες στους Έλληνες.

Στις 10 Ιανουαρίου 1913, ο Κωνσταντίνος έφτασε στο μέτωπο. Αφού ενημερώθηκε από τον Σαπουντζάκη, διέταξε κατάπαυση του πυρός την επόμενη ημέρα. Ο νέος αρχιστράτηγος βρήκε τον στρατό αποδεκατισμένο όχι τόσο από τις απώλειες στις μάχες, αλλά από τις σκληρές συνθήκες του χειμώνα, όπως οι ψύξεις και τα κρυοπαγήματα, καθώς και την υπερκόπωση των στρατιωτών. Από 40.000 άνδρες, οι μάχιμοι είχαν μειωθεί σε μόλις 28.000—aριθμός που ο Κωνσταντίνος έκρινε ανεπαρκή για μια τρίτη επίθεση στο Μπιζάνι, η οποία θα άνοιγε τον δρόμο για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων.

Στις 30 Ιανουαρίου, ο Κωνσταντίνος ζήτησε ενισχύσεις, όμως ο Βενιζέλος, που επισκέφθηκε το μέτωπο, απέρριψε το αίτημα, καθώς δεν ήταν εφικτό να αποδεσμευτούν μονάδες από τη Μακεδονία. Το σχέδιο του Κωνσταντίνου και των επιτελών του για την κατάληψη του Μπιζανίου όριζε την κύρια επίθεση στις 20 Φεβρουαρίου 1913. Εν τω μεταξύ, στις 17 Ιανουαρίου, ο Κωνσταντίνος απηύθυνε επιστολή στον Εσάτ Πασά, ζητώντας την παράδοση των Ιωαννίνων για ανθρωπιστικούς λόγους, καθώς η Τουρκία είχε ουσιαστικά χάσει τον πόλεμο. Η απάντηση του Τούρκου διοικητή ήταν αρνητική.

Στις 19 Φεβρουαρίου 1913, παραμονή της γενικής επίθεσης, ο Κωνσταντίνος, ενισχυμένος με επιπλέον δυνάμεις, διέθετε συνολικά 41.000 ετοιμοπόλεμους άνδρες και 105 κανόνια. Τα πυροβόλα του ελληνικού στρατού άρχισαν να πλήττουν με ακρίβεια τις τουρκικές θέσεις στο Μπιζάνι, όπου ο Εσάτ Πασάς είχε συγκεντρώσει 35.000 στρατιώτες, άγνωστο αριθμό ατάκτων, και 162 κανόνια. Η ελληνική γενική επίθεση ξεκίνησε τις πρώτες πρωινές ώρες της 20ής Φεβρουαρίου. Μέχρι το βράδυ της ίδιας ημέρας, τα ελληνικά στρατεύματα είχαν φτάσει στις παρυφές των Ιωαννίνων, στον Άγιο Ιωάννη, χάρη στις αποφασιστικές μάχες σώμα με σώμα και την εφ’ όπλου λόγχη.

Καθοριστικό ρόλο σε αυτή την πρόοδο έπαιξε το 9ο Τάγμα του 1ου Συντάγματος Ευζώνων, υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Ιωάννη Βελισσαρίου. Οι εύζωνες υπερκέρασαν τις τουρκικές δυνάμεις, φτάνοντας στα μετόπισθεν του εχθρού, όπου κατέστρεψαν τα τηλεφωνικά δίκτυα, αποκόπτοντας την επικοινωνία της τουρκικής διοίκησης με το στράτευμά της. Το τουρκικό στρατόπεδο στο Μπιζάνι παρέμενε αποκομμένο και ανίκανο να αντιδράσει. Η παράδοση ήταν πλέον αναπόφευκτη για τον Εσάτ Πασά.

Στις 11 το βράδυ της 20ής Φεβρουαρίου, ένα αυτοκίνητο έφτασε στις προφυλακές του 9ου Τάγματος Ευζώνων. Σε αυτό επέβαιναν ο επίσκοπος Δωδώνης, ο υπολοχαγός Ρεούφ και ο ανθυπολοχαγός Ταλαάτ, φέρνοντας επιστολή του Εσάτ Πασά προς τον Κωνσταντίνο. Η επιστολή, υπογεγραμμένη από τους προξένους των Μεγάλων Δυνάμεων στα Ιωάννινα (Ρωσίας, Αυστροουγγαρίας, Γαλλίας και Ρουμανίας), πρότεινε την άμεση και άνευ όρων παράδοση των Ιωαννίνων και του Μπιζανίου.

Στις 2 το πρωί της 21ης Φεβρουαρίου, οι τρεις απεσταλμένοι, συνοδευόμενοι από τον ταγματάρχη Βελισσαρίου, έφτασαν στο στρατηγείο της 2ας Μεραρχίας. Λίγο αργότερα, στις 4:30 π.μ., οδηγήθηκαν με αυτοκίνητο στο χάνι του Εμίν Αγά, όπου βρισκόταν το ελληνικό στρατηγείο. Ο Κωνσταντίνος αποδέχθηκε τους όρους της επιστολής, και στις 5:30 το πρωί δόθηκε εντολή κατάπαυσης του πυρός σε όλες τις μονάδες. Στη διήμερη μάχη για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, ο ελληνικός στρατός υπέστη 284 απώλειες (νεκρούς και τραυματίες), ενώ οι Τούρκοι είχαν 2.800 νεκρούς και 8.600 αιχμαλώτους. Η νίκη αυτή σφράγισε την απελευθέρωση των Ιωαννίνων, αποτελώντας μια από τις σημαντικότερες στιγμές του Βαλκανικού Πολέμου.

Το πρωί της 22ας Φεβρουαρίου 1913 οι πρώτες μονάδες του ελληνικού στρατού παρέλασαν στην πόλη υπό τις επευφημίες των κατοίκων. Τα Ιωάννινα, μετά από 483 χρόνια δουλείας, ήταν και πάλι ελεύθερα. Το χαρμόσυνο άγγελμα για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων έγινε αμέσως γνωστό στην Αθήνα, σκορπώντας φρενίτιδα ενθουσιασμού. Ο Γεώργιος Σουρής δημοσίευσε στο Ρωμηό το ακόλουθο ποίημα:

Τα πήραμε τα Γιάννινα
μάτια πολλά το λένε,
μάτια πολλά το λένε,
όπου γελούν και κλαίνε.

Το λεν πουλιά των Γρεβενών
κι αηδόνια του Μετσόβου,
που τα έκαψεν η παγωνιά
κι ανατριχίλα φόβου.

Το λένε χτύποι και βροντές,
το λένε κι οι καμπάνες,
το λένε και χαρούμενες
οι μαυροφόρες μάνες.

Το λένε και Γιαννιώτισσες
που ζούσαν χρόνια βόγγου,
το λένε κι Σουλιώτισσες
στις ράχες του Ζαλόγγου.

Η απελευθέρωση των Ιωαννίνων, πέρα από την εξουδετέρωση κάθε σοβαρής τουρκικής απειλής στην Ήπειρο και την κυρίευση σημαντικού πολεμικού υλικού, είχε επίδραση στο ελληνικό γόητρο, το οποίο μετά την επιτυχία αυτή εξυψώθηκε διεθνώς. Οι επιχειρήσεις στο Μπιζάνι σήμαναν ουσιαστικά και τη λήξη του Α’ Βαλκανικού Πολέμου στο στρατιωτικό πεδίο. Τις επόμενες ημέρες ο ελληνικός στρατός κινήθηκε βορειότερα και ως τις 5 Μαρτίου 1913 είχε απελευθερώσει τη Βόρειο Ήπειρο.