ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

Σαν σήμερα, 21 Νοεμβρίου 1955: Πρεμιέρα για την θρυλική ταινία «Στέλλα» – Δεν ήταν πρώτη επιλογή η Μελίνα Μερκούρη

To παρασκήνιο της βραύευσης

Σε μια εποχή στην Ελλάδα όπου η γυναίκα θεωρούνταν πολίτης δεύτερης κατηγορίας, ζώντας περιορισμένη στο σπίτι, εκτελώντας τις δουλειές, μεγαλώνοντας τα παιδιά, χωρίς δική της άποψη και υποχείριο του συζύγου της, έρχεται στο προσκήνιο η «Στέλλα».

AD: mytest

Η «Στέλλα» δεν ήταν μια συνηθισμένη γυναίκα, και αυτό ακριβώς θέλησε να αποτυπώσει ο Μιχάλης Κακογιάννης. Ήταν μια γυναίκα που επιδίωκε να σπάσει τα δεσμά της. Ήθελε να ζήσει ως ελεύθερος άνθρωπος, μακριά από τα προκαθορισμένα πρότυπα που της είχαν επιβληθεί. Ίσως γι’ αυτό η ταινία δέχτηκε έντονη κριτική (πριν τελικά αποθεωθεί) τόσο από Δεξιούς όσο και από Αριστερούς.

Η υπόθεση της «Στέλλας»

Η Στέλλα είναι τραγουδίστρια στο κέντρο Παράδεισος, το οποίο διευθύνει η Μαρία. Μαζί της τραγουδά και η Αννέτα, μια άλλη τραγουδίστρια που ζηλεύει τη Στέλλα. Ο Αλέκος, γόνος πλούσιας οικογένειας, είναι το αγόρι της Στέλλας, αλλά οι αντιδράσεις του για τη σχέση τους είναι έντονες. Η Στέλλα αποφασίζει να τελειώσει τη σχέση πριν φθαρεί, ειδικά αφού εμφανίζεται ο Μίλτος, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, που της τραβά την προσοχή.
Αρχικά, η Στέλλα αποφεύγει τον Μίλτο, αλλά αργότερα υποκύπτει στη γοητεία του. Τον αγαπά, αλλά αγαπά και την ελευθερία της.

Θυμηθείτε επίσης πού γυρίστηκε η θρυλική σκηνή της ταινίας «Φύγε Στέλλα, κρατάω μαχαίρι»

Έρχεται αντιμέτωπη με μια κρίσιμη επιλογή όταν εκείνος της προτείνει γάμο. Αν και δέχεται την πρόταση, το κάνει με δισταγμό, καθώς νιώθει ότι μια τέτοια απόφαση δεν ταιριάζει με την ιδιοσυγκρασία της. Παραμονές του γάμου, η μάνα του Μίλτου την επισκέπτεται στο σπίτι. Η γερόντισσα της δίνει την ευχή της, αλλά μόλις φεύγει, η Στέλλα εγκαταλείπει και αυτή το σπίτι, αφήνοντας πίσω την Αννέτα να φωνάζει.

Περνά την υπόλοιπη μέρα και τη νύχτα της με τον Αντώνη, ένα νεαρό θαυμαστή. Τα ξημερώματα, επιστρέφοντας, τη συναντά ο Μίλτος και τη μαχαιρώνει στη μέση του δρόμου. Αμέσως μετά, την αγκαλιάζει και τη φιλά. Ο κόσμος συγκεντρώνεται γύρω τους, με την Αννέτα να φωνάζει στον Μίλτο να φύγει για να μην συλληφθεί, αλλά εκείνος συνεχίζει να αγκαλιάζει τη νεκρή Στέλλα, αδιαφορώντας για ό,τι συμβαίνει γύρω του.

Το εξαιρετικό αυτό έργο, υπογεγραμμένο από τον Μιχάλη Κακογιάννη, βασίζεται στο θεατρικό του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια». Ο Καμπανέλλης το έγραψε μετά από τη γνωριμία του με τη Μελίνα Μερκούρη. Αν και το θεατρικό ανέβηκε πολύ αργότερα, καθώς τον Καμπανέλλη τον απέτρεψε η επιτυχία της ταινίας, θεωρώντας ότι το αρχικό κείμενο είχε πλέον ξεπεραστεί. Η αξέχαστη μουσική φέρει την υπογραφή του Μάνου Χατζιδάκι, με το μπουζούκι του Βασίλη Τσιτσάνη. Η σκηνογραφία είναι έργο του Γιάννη Τσαρούχη. Η μοναδική Μελίνα Μερκούρη ενσαρκώνει τη Στέλλα, συνοδευόμενη από τον «σκληρό» Γιώργο Φούντα, καθώς και τους Αλέκο Αλεξανδράκη, Τασσώ Καββαδία, Διονύση Παπαγιαννόπουλο, Κώστα Κακκαβά και φυσικά τη θρυλική Σοφία Βέμπο! Αυτά τα ονόματα προκαλούν δέος και συγκίνηση!

Πρώτη επιλογή για τη «Στέλλα» δεν ήταν η Μελίνα

Η Μελίνα Μερκούρη καθηλώνει με την ερμηνεία της, ενσαρκώνοντας τη «Στέλλα» με μια πειστικότητα που λίγες άλλες Ελληνίδες ηθοποιοί της εποχής θα μπορούσαν να επιτύχουν. Ωστόσο, αρχικά ο ρόλος προοριζόταν για τη νεαρή ηθοποιό Νίνα Σγουρίδου. Τα πράγματα τελικά πήραν τη σωστή τροπή, και η Μελίνα ήταν αυτή που ανέλαβε το ρόλο. Παραμένει άγνωστο πώς κατάφερε να ξεπεράσει τη Σγουρίδου στην τελική επιλογή, αλλά είναι βέβαιο ότι η «Στέλλα» θα ήταν άλλη χωρίς τη Μελίνα.

απάντηση ίσως βρίσκεται στα ίδια τα λόγια της Μελίνας: «Ο κινηματογράφος για μένα ήρθε αργά, γιατί δε με ήθελαν. Θεωρούσαν το στόμα μου μεγάλο και προκλητικό. Ήμουν ήδη ηθοποιός του θεάτρου και είχα μια ευρωπαϊκή καριέρα. Ήταν η εποχή που οι κοπέλες έπρεπε να έχουν μικρό, “μπουμπουκένιο” στόμα. Εγώ ποτέ δεν ήμουν ενζενί. Με θεωρούσαν πολύ προκλητική, όχι από άποψη σεξουαλικότητας, αλλά ασχήμιας. Έκανα ένα τεστ φωτογραφιών στο εξωτερικό με τον Marpass, φωτογράφο της Michelle Morgan. Δεν βρέθηκε ρόλος για μένα, μέχρι που εμφανίστηκε ο Κακογιάννης από την Αγγλία. Είχε δει γυναίκες με μεγάλο στόμα, όπως η Joan Crawford. Κάναμε ένα τεστ και φάνηκε ότι η κάμερα με συμπάθησε. Έτσι έγινε η “Στέλλα”» είχε πει η ίδια σε συνέντευξή της στο «ΚΛΙΚ» με τον Πέτρο Κωστόπουλο.

Ο Κακογιάννης, εκεί που άλλοι έβλεπαν ένα «μεγάλο και προκλητικό στόμα», είδε τη γυναίκα που θα μπορούσε να ενσαρκώσει τον ρόλο της γυναίκας – πρόκλησης.

Άγνωστες πτυχές και βραβεία

Για τη «Στέλλα», η αμοιβή της Μελίνας συμφωνήθηκε στα 2.000 δολάρια, το μεγαλύτερο ποσό που είχε δοθεί σε ηθοποιό για ελληνική ταινία εκείνη την εποχή. Τα γυρίσματα στο κέντρο «Παράδεισος», όπου τραγουδούσε η Στέλλα, έγιναν στην Ταβέρνα του Κουλού, στην οδό Καλλιδρομίου στα Εξάρχεια, όπως θυμάται ο Αλέκος Αλεξανδράκης. Το τρίστρατο στο φινάλε σχηματίζεται από τη συμβολή των οδών Καλλιδρομίου, Πλαπούτα και Τσαμαδού. Στην ταινία εμφανίζονται επίσης σκηνές από τον Πειραιά, την Καστέλλα, το Μικρολίμανο, καθώς και από την πλατεία Αβησσυνίας, την οδό Ηφαίστου, την πλατεία Μοναστηρακίου, την Πύλη της Ρωμαϊκής Αγοράς, το Α’ Νεκροταφείο και την οδό Αναπαύσεως, την Ερμού, την Όθωνος και την Αμαλίας στο Σύνταγμα, τη Βουκουρεστίου, την Πανεπιστημίου, τη Χαριλάου Τρικούπη, την Πεσματζόγλου, το Αρσάκειο, τα δικαστήρια της οδού Σανταρόζα και τις ανηφοριές του Λυκαβηττού. Η ταινία αποτελεί σήμερα ένα πολύτιμο οπτικό αρχείο της Αθήνας της εποχής.

Στις Κάννες έγινε η γνωριμία του Ζιλ Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία έγινε η μούσα του στις μετέπειτα ταινίες του. Τα κοστούμια της ταινίας σχεδίασε η Ντένη Βαχλιώτη, η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ για τις ταινίες «Ποτέ την Κυριακή» το 1960 και «Φαίδρα» το 1962, με πρωταγωνίστρια και πάλι τη Μερκούρη, ενώ το 1975 κέρδισε το Όσκαρ Ενδυματολογίας για τον «Μεγάλο Γκάτσμπι».

Η ταινία κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους, σαν σήμερα, στις 21 Νοεμβρίου 1955, και ήταν η τελευταία ταινία της «Μήλλας Φιλμ». Εκτός από την καλλιτεχνική της επιτυχία, σημείωσε και εμπορική, με πάνω από 134.000 εισιτήρια. Ήταν η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση για τη Μελίνα Μερκούρη και τον Κώστα Κακκαβά. Εντός της ταινίας ακούστηκαν για πρώτη φορά τα τραγούδια «Εφτά τραγούδια θα σου πω» και «Το Φεγγάρι είναι κόκκινο».

Η ταινία επικρίθηκε από τον δεξιό Τύπο της εποχής επειδή η ηρωίδα ήταν «ελευθέρων ηθών» και από τον αριστερό Τύπο γιατί «προέβαλε ό,τι πιο χαμηλό, λούμπεν και χυδαίο στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα». Ήταν φαβορί για το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, και η Μερκούρη ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερης ηθοποιού. Τελικά, δεν κέρδισε κανένα από τα δύο βραβεία. Σε ένδειξη εκτίμησης, η Ιταλίδα ντίβα Ίσα Μιράντα, μέλος της κριτικής επιτροπής, απένειμε στη Μερκούρη ένα ειδικό βραβείο ερμηνείας, το οποίο αργότερα ονομάστηκε «βραβείο Ίσα Μιράντα».