Δεν είναι η πρώτη φορά για τον Αντώνη Σαμαρά: Όταν πριν από 31 χρόνια «έριχνε» την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη

Η νέα κόντρα φέρνει στις μνήμες μας ένα από τα κορυφαία πολιτικά «θρίλερ» της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας
Τις τελευταίες μέρες βλέπουμε το… θερμόμετρο εντός κυβέρνησης και Νέας Δημοκρατίας να έχει ανέβει, με τον Αντώνη Σαμαρά να βάλλει εναντίον του Κυριάκου Μητσοτάκη και των συνεργατών του, επανερχόμενος επί της ουσίας ξανά στο πολιτικό σκηνικό με πρωταγωνιστικό ρόλο.
Ο πρώην πρωθυπουργός έχει εκφράσει τις αντιθέσεις του για πολλά θέματα, όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών. Εσχάτως, όμως, ρίχνει «πυρά» για τον χειρισμό των εθνικών θεμάτων και πολλοί αναρωτιούνται… πού το πάει ο Αντώνης Σαμαράς, που σήμερα κατέχει τη θέση του βουλευτή Μεσσηνίας.
Οι περισσότεροι εξ όσων αναρωτιούνται, άλλωστε, ενθυμούμενοι το μεγάλο πολιτικό «θρίλερ», που εκτυλίχθηκε το 1993. Ήταν τότε, που ο νεαρός πολιτικός Αντώνης Σαμαράς, με αφορμή τη μεγάλη διαφωνία με τον πατέρα του νυν πρωθυπουργού, Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, «έριξε» την κυβέρνησή του και άλλαξε όλα τα δεδομένα, με το ΠΑΣΟΚ αμέσως μετά να επιστρέφει στην εξουσία με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Ήταν το τριήμερο 7-9 Σεπτεμβρίου 1993, όταν το μέχρι πρότινος αγαπημένο παιδί και υπουργός Εξωτερικών του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, κατάφερε με ορισμένες κινήσεις να «ρίξει» εκείνη την κυβέρνηση. Η Νέα Δημοκρατία, μάλιστα, έχασε για 11 χρόνια την εξουσία, μέχρι να επανέλθει το 2004, ενώ και για τον Αντώνη Σαμαρά μόνο εύκολη δεν ήταν όλη αυτή η κατάσταση, αφού μέχρι το 2009 που επανήλθε δυναμικά στο σκηνικό για αρχηγός του κόμματος είχε επί της ουσίας εξαφανιστεί.
Η οριακή πλειοψηφία Μητσοτάκη
Ο Μητσοτάκης ανέλαβε την εξουσία το 1990, σχηματίζοντας κυβέρνηση με την οριακή πλειοψηφία των 152 βουλευτών. Αυτή η πλειοψηφία επιτεύχθηκε χάρη στην παραχώρηση μιας έδρας από τον Κωστή Στεφανόπουλο και άλλης μιας από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, λόγω λάθους στην καταμέτρηση. Η κατάσταση ήταν από την αρχή αμφίρροπη, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Μητσοτάκης δεν είχε να διαχειριστεί απλά μια «καυτή πατάτα», αλλά ολόκληρο σάκο προβλημάτων.
Τα προβλήματα άρχισαν αμέσως το φθινόπωρο του 1990, με τις μαθητικές καταλήψεις στα λύκεια της χώρας να αποτελούν την πρώτη δοκιμασία. Στις 8 Ιανουαρίου 1991, σοβαρά επεισόδια ξέσπασαν στην Πάτρα, οδηγώντας στη δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα από έναν τραπεζικό υπάλληλο, μέλος της Νέας Δημοκρατίας.
Όπου κι αν κοίταζε κανείς, οι συνθήκες ήταν δύσκολες. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1991, η σημερινή Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας κήρυξε την ανεξαρτησία της από την τότε Γιουγκοσλαβία, εγκαινιάζοντας τη μακρά περιπέτεια της ονομασίας, στην οποία η Ελλάδα ενεπλάκη αυτόματα.
Η πτώση του Ανατολικού Μπλοκ και η σχεδόν ταυτόχρονη εισβολή του Σαντάμ Χουσεΐν στον Περσικό Κόλπο δημιούργησαν ένα συνεχές ντόμινο εξελίξεων, οι οποίες ήταν όχι μόνο καταιγιστικές αλλά και κατά κανόνα απρόβλεπτες. Την ίδια εποχή, η Νέα Δημοκρατία χάνει μια μοναδική ευκαιρία: ο Αγαμέμνων Κουτσόγιωργας καταρρέει στο Ειδικό Δικαστήριο και λίγο αργότερα πεθαίνει. Αντί για μια βέβαιη καταδίκη του ΠΑΣΟΚ για το σκάνδαλο Κοσκωτά, το κλίμα αλλάζει και από τον αποτροπιασμό περνάμε στη συγκίνηση.
Ο Μητσοτάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με όλα αυτά, χωρίς καμία κάλυψη στα νώτα του. Το εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας βράζει και είναι θέμα χρόνου μέχρι να αρχίσουν οι διαφωνίες. Πράγματι, το καλοκαίρι του 1991, η τριανδρία Έβερτ – Δήμα – Κανελλόπουλου ξεκινά εσωτερική αντιπολίτευση κατά του Μητσοτάκη για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησής του και όχι μόνο.
Το φθινόπωρο του 1991 ο Έβερτ κατήγγειλε έμμεσα τον Μητσοτάκη ότι διενεργούσε -μέσω της ΕΥΠ- παρακολούθηση εις βάρος του. Για να μην νομίζετε -οι νεώτεροι κυρίως- ότι όλα όσα ζείτε συμβαίνουν για πρώτη φορά…
Ο Μητσοτάκης φαίνεται ότι παρ’ όλα τα προβλήματα, είχε μόνο μια βεβαιότητα: Ότι ακόμη και όλοι να στρέφονταν εναντίον του, ο Αντώνης Σαμαράς θα παρέμενε στο πλευρό του. Οι βεβαιότητες, όλοι ξέρουμε ότι δεν βγήκαν ποτέ σε καλό για κανέναν.
Η διαφωνία για το Μακεδονικό και η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη από τον Σαμαρά
Στην Ελλάδα, η ανακήρυξη των Σκοπίων ως ανεξάρτητο κράτος με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» προκάλεσε έναν άνευ προηγουμένου εθνικισμό. Ο Μητσοτάκης αντιμετώπισε ένα ακόμα πρόβλημα και ανέθεσε στον Αντώνη Σαμαρά, ως υπουργό Εξωτερικών, να το διαχειριστεί.
Στις 16 Δεκεμβρίου 1991, στις Βρυξέλλες, οι υπουργοί Εξωτερικών των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συναντήθηκαν για να συζητήσουν την αναγνώριση των νέων κρατών που προέκυψαν στην Ανατολική Ευρώπη, μετά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Σαμαράς, μαζί με τους υπόλοιπους υπουργούς Εξωτερικών, υπέγραψαν το πρωτόκολλο αποδοχής της διάλυσης της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, αναγνωρίζοντας τις κρατικές οντότητες της Κροατίας, της Σλοβενίας και της αυτοαποκαλούμενης «Δημοκρατίας της Μακεδονίας». Τα Σκόπια κλήθηκαν να προσφέρουν συνταγματικές και πολιτικές εγγυήσεις στους γείτονές τους, διαβεβαιώνοντας ότι: α) Δεν έχουν εδαφικές διεκδικήσεις, β) Δεν ασκούν εχθρική προπαγάνδα και γ) Δεν χρησιμοποιούν ονομασία που υπονοεί εδαφικές διεκδικήσεις.
Από κει και πέρα τα πάντα έγιναν, όπως είπε και ο ίδιος ο Αντώνης Σαμαράς αργότερα, «ζήτημα ερμηνείας».
Η ουσία είναι ότι η κυβέρνηση, και προσωπικά ο Μητσοτάκης, χρεώθηκαν την αποτυχία τους να αποτρέψουν τη χρήση του όρου «Μακεδονία» από τη γειτονική χώρα. Αυτό προκάλεσε την οργή του πιο εθνικιστικού τμήματος του ελληνισμού, τόσο εντός όσο και εκτός συνόρων, και άφησε στη χώρα ένα πρόβλημα που επιλύθηκε πολλά χρόνια αργότερα με τη Συμφωνία των Πρεσπών από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, ο Σαμαράς άρχισε να διαφοροποιείται από τον Μητσοτάκη, καθιστώντας τον εαυτό του ηγέτη της πιο συντηρητικής φράξιας της Νέας Δημοκρατίας, των αποκαλούμενων «αβερωφικών». Ανέδειξε το ζήτημα της ονομασίας, αν και κάπως καθυστερημένα, διότι οι εξελίξεις είχαν ήδη δρομολογηθεί με εκείνον ως υπουργό Εξωτερικών.
Σε αυτό το πλαίσιο, ξεκίνησε ένας εσωκομματικός αγώνας στη ΝΔ για τη διαδοχή του Μητσοτάκη, με πρωταγωνιστές τον Έβερτ και τον Αντώνη Σαμαρά. Ωφελημένος από τη σύγκρουση μεταξύ Μητσοτάκη και Σαμαρά ήταν σαφώς ο Μιλτιάδης Έβερτ.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1992, μετά από μια σημαντική σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών για το θέμα της ονομασίας, ο Αθανάσιος Κανελλόπουλος, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και σκληρός ενδοκυβερνητικός αντίπαλος του Μητσοτάκη, παραιτήθηκε αιφνιδιαστικά.
Ο Παπανδρέου, από την πλευρά του, εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την φαινομενικά αντιφατική στάση της κυβέρνησης στο ζήτημα: από τη μία, η ανένδοτη γραμμή του Αντώνη Σαμαρά, που επέμενε να μην αναγνωριστούν τα Σκόπια αν περιέχουν τον όρο «Μακεδονία» στο όνομά τους, και από την άλλη, η θεωρούμενη ως «υποχωρητική» προσέγγιση του Μητσοτάκη, που θεωρούσε ότι το όνομα δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία.
Στις 13 Απριλίου 1992, στην δεύτερη σύσκεψη πολιτικών αρχηγών, ήταν η τελευταία φορά που ο Μητσοτάκης και ο Σαμαράς βρέθηκαν μαζί στο ίδιο τραπέζι. Μετά το πέρας της σύσκεψης, ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε την απόφασή του να αποπέμψει τον υπουργό Εξωτερικών και να αναλάβει ο ίδιος το χαρτοφυλάκιο.
Ο Σαμαράς στην παράδοση του υπουργείου δήλωσε ότι «ο καθένας γράφει την ιστορία του».
Λίγους μήνες αργότερα, η κυβέρνηση, μέσω του νέου υπουργού Εξωτερικών, Παπακωνσταντίνου, δήλωσε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να αναγνωρίσει και να υποστηρίξει το νέο κράτος που σχηματίστηκε στα βόρεια σύνορά της, με την προϋπόθεση ότι δεν θα υιοθετήσει τα ελληνικά ιστορικά σύμβολα και θα αφαιρέσει το όνομα «Μακεδονία» από την επίσημη ονομασία της. Εκείνη την περίοδο, ολόκληρος ο κόσμος αποκαλούσε πλέον τα Σκόπια ως «Μακεδονία», και η εσωκομματική αντιπολίτευση απειλούσε με πτώση της κυβέρνησης σε περίπτωση συμβιβασμού με τα Σκόπια.
Στις 22 Οκτωβρίου 1992, ο Αντώνης Σαμαράς παραιτήθηκε από τη βουλευτική του θέση, δηλώνοντας ότι το έκανε για να αποφύγει να δημιουργήσει προβλήματα στο κόμμα και για να μην χάσει το κόμμα μία πολύτιμη έδρα.
Στις 27 Μαρτίου 1993, ξεκίνησε συζήτηση στη βουλή με κύριο θέμα την ενημέρωση της εθνικής αντιπροσωπείας από τον πρωθυπουργό για τις εξελίξεις στο ζήτημα των Σκοπίων. Το ΠΑΣΟΚ κατέθεσε πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, η οποία τελικά απορρίφθηκε στις 29 Μαρτίου. Το πρωί της ίδιας ημέρας, ο Γεώργιος Ράλλης παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα, ενώ επιτέθηκε ευθέως κατά της κυβέρνησης Μητσοτάκη, κατηγορώντας την για ατυχείς χειρισμούς στο ζήτημα της ονομασίας.
Τον επόμενο μήνα, ένας πρώην υπάλληλος του ΟΤΕ, ο Χρήστος Μαυρίκης, με στοιχεία που έδωσε στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», ισχυρίστηκε ότι διενεργούσε υποκλοπές για λογαριασμό του Μητσοτάκη, παρακολουθώντας κάθε πολιτικό του αντίπαλο.
Ήταν μια υπόθεση που δεν ξεχάστηκε τόσο εύκολα όσο θα ήθελε ο Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του.
Στις 30 Ιουνίου 1993 ο Αντώνης Σαμαράς αποσχίστηκε από τη Νέα Δημοκρατία και ίδρυσε την Πολιτική Άνοιξη. Το όνομα του κόμματος, εμπνεύστηκε, όπως είπε ο ίδιος, από τον Ελύτη. Ο Σαμαράς έλεγε τότε ότι δεν ήταν στις προθέσεις του να ανατρέψει την κυβέρνηση.
Την επόμενη μέρα από την ίδρυση του κόμματος Σαμαρά, ο βουλευτής της ΝΔ, Δημήτρης Σταμάτης, ανακοίνωσε την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα και την προσχώρησή του στην Πολιτική Άνοιξη. Έπειτα, προέκυψαν οι υποθέσεις της ιδιωτικοποίησης του ΟΤΕ, υπό την εποπτεία του Στέφανου Μάνου, και η πώληση της ελληνικής κρατικής τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ-Ηρακλής στην ιταλική εταιρεία Καλτσεστρούτσι.
Αυτά τα ζητήματα προκάλεσαν τεράστιες αντιπαραθέσεις και αντιδράσεις τόσο πολιτικά όσο και κοινωνικά. Στις 4 Αυγούστου 1993, ο βουλευτής της ΝΔ, Νίκος Κλείτος, καταψήφισε στο θερινό τμήμα της Βουλής τροπολογίες για το φορολογικό νομοσχέδιο. Στις 10 Αυγούστου 1993, ο Μιλτιάδης Έβερτ καταψήφισε στην αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή το νομοσχέδιο για τη μερική αποκρατικοποίηση του ΟΤΕ. Ήταν πλέον προφανές ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη βρισκόταν σε κρίσιμη φάση.
Τη Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 1993, ο Αντώνης Σαμαράς δηλώνει: «Η Πολιτική Άνοιξη θεωρεί ότι η κατολίσθηση της χώρας σε εθνικό, οικονομικό, θεσμικό και κοινωνικό επίπεδο ξεπέρασε πλέον τα όρια του πολιτικού συναγερμού. Και πιστεύει ότι μόνον η διακοπή ανοχής προς τη σημερινή κυβέρνηση μπορεί να αποτρέψει επερχόμενα δραματικά γεγονότα που θα εξωθούσαν μοιραία σε ακρότητες την κοινωνική ισορροπία του τόπου. Κατά συνέπεια καθιστώ δημόσια σαφές προς όλους ότι Άνοιξη και στήριξη της κυβέρνησης αποτελούν δύο αντίθετες θέσεις που είναι αδύνατον να συνυπάρξουν».
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, λάμβανε κατά μια έννοια «μια γεύση της δικής του συνταγής», καθώς ουσιαστικά ο Σαμαράς του έκανε το ίδιο που έκανε εκείνος στον Γεώργιο Παπανδρέου το 1965.
Ο ίδιος αντέδρασε, λέγοντας: «Ο Αντώνης Σαμαράς έκανε απόψε το βήμα προς τη μεγάλη προδοσία του 47% του ελληνικού λαού. Γίνεται όργανο των αντιπάλων μας και των οικονομικών συμφερόντων των οποίων είναι δέσμιος με σκοπό να πλήξει πισώπλατα την παράταξη που τον δημιούργησε, την ώρα που η σκληρή προσπάθεια τρεισήμισι ετών αποδίδει τους καρπούς της, αδιαφορώντας για τα συμφέροντα της χώρας και του ελληνικού λαού».
Σρις 7 Σεπτεμβρίου κι ενώ η κυβέρνηση δεν είχε ακόμα απωλέσει τη «δεδηλωμένη» στη βουλή, ο βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Στέφανος Στεφανόπουλος, παρέδωσε επιστολή στον πρόεδρο της βουλής, Αθανάσιο Τσαλδάρη, με την οποία τον ενημέρωνε ότι καθίσταται πλέον ανεξάρτητος βουλευτής και αίρει την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση.
Η ΝΔ μένει με 151 βουλευτές. Την Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 1993, δύο ακόμα βουλευτές της ΝΔ, ο Νίκος Κλείτος και ο Βασίλης Μαντζώρης, αποχώρησαν από το κόμμα τους και προσχώρησαν στην ΠΟΛΑΝ. Ανακοίνωσαν ταυτόχρονα την παραίτησή τους από το βουλευτικό αξίωμα, ώστε η ΝΔ να διατηρήσει 151 έδρες.
Την Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 1993, ο σχετικά άγνωστος βουλευτής Γιώργος Συμπιλίδης υπέβαλε δήλωση στο γραφείο του προέδρου της Βουλής, με την οποία απέσυρε την εμπιστοσύνη του από την κυβέρνηση και έγινε ανεξάρτητος βουλευτής, αποχωρώντας από τη ΝΔ και προσχωρώντας στην ΠΟΛΑΝ. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος βουλευτής της ΝΔ, ο Άκης Γεροντόπουλος, παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα και προσχώρησε και αυτός στην ΠΟΛΑΝ.
Ο Μητσοτάκης πλέον στηριζόταν σε μόλις 150 βουλευτές και οδηγήθηκε σε πρόωρες εκλογές, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 10 Οκτωβρίου 1993.
Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές με άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, καθώς το 46,88% τού έδωσε 171 έδρες με το νέο εκλογικό νόμο που είχε φέρει ο ίδιος ο Μητσοτάκης, ξέρουμε όλοι τι είναι το κάρμα.
Η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά πήρε την τρίτη θέση, με περίπου 5%. Ο Μητσοτάκης παραιτείται από την ηγεσία της ΝΔ και νέος πρόεδρός της εξελέγη ο Μιλτιάδης Έβερτ.
Ποιοι έριξαν τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη; Τα συμφέροντα, οι σκοτεινές δυνάμεις, οι εχθροί του κράτους, η αδυναμία των Ελλήνων να καταλάβουν την πρωτοπόρα πολιτική του, ό,τι σενάριο υπάρχει και δεν υπάρχει είναι διαθέσιμο για το πολιτικό θρίλερ του 1993.
Σε επίπεδο μη-σεναριακό και πραγματικότητας, πάντως, η απάντηση είναι μόνο μια: Τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή της Νέας Δημοκρατίας έριξε ο Αντώνης Σαμαράς.
«Ποτέ δεν είχα σε εκτίμηση τον Εφιάλτη Σαμαρά»
Μετά από χρόνια και στο δεύτερο τόμο των αφηγήσεων του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στον Αλέξη Παπαχελά, υπό τον τίτλο «Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης με τα δικά του λόγια», ο τότε πρωθυπουργός μίλησε για τον Αντώνη Σαμαρά, αποκαλώντας τον «Εφιάλτη».
«Δική μου απόφαση. Κοίταξε, τον Αντώνη τον Σαμαρά τον υποστήριζα πολύ. Ήταν ένας νέος άνθρωπος, εγώ έψαχνα να βρω νέους και πραγματικά ήμουν ο μόνος Έλλην πρωθυπουργός ο οποίος προωθούσε νέους. Ο Σαμαράς μού φαινόταν ένας άνθρωπος ο οποίος μπορούσε. Και πράγματι πριν τον κάνω υπουργό Εξωτερικών τον Σαμαρά τον είχα κάνει υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση Τζαννετάκη. Του είχα δώσει δηλαδή μεγάλο υπουργείο. Και τον έκανα υπουργό των Εξωτερικών γιατί ήταν νέος, μπορούσε να κινηθεί, γιατί ο υπουργός Εξωτερικών έχει και πολύ βάρος. Ήξερε καλά αγγλικά, ήταν παρουσιάσιμος και είχα την πεποίθηση ότι θα ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος θα εκτελούσε τη δική μου πολιτική. Το θεωρούσα αυτονόητο ότι θα ήταν ο άνθρωπός μου. Γιατί εγώ έκανα την εξωτερική πολιτική επί κυβερνήσεως αυτής. Και έκανα λάθος. Απεδείχθη ότι είχε πάρα πολύ κακό χαρακτήρα και βρέθηκαν εκ των υστέρων άνθρωποι οι οποίοι μου είπαν ότι: “Εμείς το ξέραμε αλλά δεν σ’ το είπαμε”. Και τους είπα: “Η ρωμαίικη αδυναμία. Τι μου το λες εκ των υστέρων;” Έκανα λάθος με τον Αντώνη τον Σαμαρά. Βεβαίως, τον υποστήριζε και ο Κώστας ο Σπυρόπουλος. Ήταν το αγαπημένο παιδί του μακαρίτη του Αβέρωφ. Εγώ με τον Αβέρωφ είχα στενή φιλία και υποχρέωση.
Και ο υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας, ο Χανς Ντίτριχ Γκένσερ, δεν τον συμπαθούσε. Δεν τα κατάφερε καλά ο Αντώνης ο Σαμαράς. Και ως υπουργός Εξωτερικών ήταν πολύ μέτριος, αλλά το χειρότερο από όλα ήταν ότι υπήρξε ανέντιμος απέναντί μου και υπονόμευσε την κυβέρνηση και την ανέτρεψε.
Τον επέλεξα γιατί νόμιζα ότι θα έχω έναν άνθρωπο ο οποίος θα είναι το εκτελεστικό μου όργανο, έναν άνθρωπο που ήξερε αγγλικά καλά, που είχε σπουδάσει στην Αμερική, που θα μπορούσε να εφαρμόσει τη δική μου πολιτική. Ποτέ δεν πέρασε από το μυαλό μου η ιδέα ότι ένα παιδί τόσο νέο, που τον προώθησα τόσο πολύ, θα σήκωνε κεφάλι και θα δημιουργούσε θέμα. Λάθος μου μέγα. Πολλοί μου το είπαν και ο Καραμανλής μού το είχε πει».
Πολλοί έχουν πει ότι ο Μητσοτάκης έβλεπε τον Σαμαρά ως διάδοχό του. «Όχι, ποτέ. Ποτέ. Ποτέ δεν τον είχα σε εκτίμηση. Και θα σου πω και κάτι άλλο, ότι ο Σαμαράς είναι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να κάνει καμία διαπραγμάτευση. Πικρή εμπειρία έχει αποκτήσει η Ελλάς και τώρα με την τρόικα. Δεν είναι σε θέση να διαπραγματευτεί ο Σαμαράς. Ποτέ δεν διαπραγματεύτηκε. Όταν απελύθη κατά προτροπή του Καραμανλή, πήρα εγώ το Υπουργείο Εξωτερικών και θεώρησα χρέος μου να κάνω μια περιοδεία στις δώδεκα τότε πρωτεύουσες των ευρωπαϊκών χωρών. Δώδεκα ήμασταν τότε, έντεκα χωρίς την Ελλάδα. Και το έκανα μέσα σε δυο ημέρες. Πέρασα από όλες τις πρωτεύουσες. Το πιστεύεις ότι πουθενά δεν ήξεραν ότι η γραμμή της Ελλάδας είναι να μην υπάρξει η λέξη ¨Μακεδονία¨ στην ονομασία των Σκοπίων; Ο Σαμαράς όχι μόνο δεν το είχε υποστηρίξει, δεν είχε τολμήσει να το πει, να το εκφράσει. Ο Σαμαράς δεν είναι σε θέση να κάνει και την πιο στοιχειώδη διαπραγμάτευση. Γι’ αυτό είναι και τραγωδία σήμερα στην Ελλάδα, που είναι πρωθυπουργός. Αυτός θα διαπραγματευθεί; Ευτυχώς δεν θα διαπραγματευθεί τίποτα βέβαια ο ίδιος, αλλά ο ίδιος για διαπραγμάτευση είναι για κλάματα».