ΑΡΧΙΚΗ LIFE RETROMANIA

Πάντοτε σε αυτή την χώρα θα έχουμε τη Μελίνα Μερκούρη: 10+1 φράσεις που χαρακτήρισαν τη μοναδική της προσωπικότητα

«Γεννήθηκα και θα πεθάνω Ελληνίδα»

Η Μελίνα Μερκούρη γεννήθηκε μια μέρα σαν σήμερα (18/10) το 1920, με την ίδια να αποτελεί μια μοναδική προσωπικότητα, που λάτρεψε όλη την Ελλάδα, μη σταματώντας ποτέ να παλεύει και να αγωνίζεται για όσα πίστευε, διαθέτοντας μια απαράμιλλη γοητεία.

AD: mytest

Διαβάστε επίσηςΣυγκινεί 30 χρόνια μετά τον θάνατό της: Η αποστομωτική απάντηση της Μελίνας Μερκούρη στον τότε διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου – «Θέλω τα μάρμαρα μου πίσω»

Η σπουδαία Μελίνα πολλές φορές μας χάρισε μοναδικές φράσεις. Δεν ήταν απλώς λόγια, αλλά ματιές σε μια ψυχή που έλαμπε με ένταση. Η Μελίνα δεν φοβόταν να αγαπά, αλλά φοβόταν την ημέρα που η αγάπη θα μπορούσε να της αφαιρεθεί. Η δύναμή της δεν προερχόταν από την παραδοσιακή έννοια της ισχύος, αλλά από τους δρόμους της Ελλάδας, από τους ανθρώπους της, και από την απόλυτη ικανότητά της να ζει χωρίς συμβιβασμούς. Στον κόσμο της, δεν υπήρχε χώρος για υποκρισία. Ήταν πάντα αληθινή, ωμή και αδυσώπητα ο εαυτός της.




Οι φράσεις που την χαρακτήρισαν

  • Νόμιζα πως φοβόμουν την αρρώστια αλλά τελικά φοβάμαι τη στιγμή που δε με αγαπούν πια.
  • Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα.
  • Είναι υπέροχο πράγμα να μπορείς να αγαπάς, είναι θείο!
  • Δεν προσποιήθηκα η προσποίηση για εμένα είναι κάτι χυδαίο. Απλά και μόνο, έζησα και μίλησα, όπως ήθελα. Χωρίς να υπολογίζω τίποτα και κανέναν.
  • Η Γκάρμπο είναι το πλάσμα για το οποίο έγινα θεατρίνα.
  • Την εξουσία δεν την αισθάνθηκα ως υπουργος. Την αισθάνθηκα ως σταρ του Μπρόντγουεϊ.
  • Η Ελλάδα είναι η πραγματική μου δύναμη, ο πραγματικός καημός μου.
  • Ό,τι πιο τρυφερό υπάρχει να είμαι κτήμα όλων.
  • Από τη ζωή μέχρι τον θάνατο ένα τσιγάρο δρόμος.
  • Δεν βγαίνω πια έξω από τότε που έπαψα να φλερτάρω.
  • Οι μάγκες οι αρσενικοί, είναι μονογαμικοί τέλος…και το ταμείο κλείνει εδώ.




Η Μελίνα όλων των Ελλήνων

Βραβευμένη καλλιτέχνιδα, δραστήρια πολιτικός, ερωτευμένη με την πατρίδα της, μια συναρπαστική προσωπικότητα που δημιούργησε ιστορία τόσο στη χώρα μας όσο και στο εξωτερικό. Η Μελίνα Μερκούρη, που με τους αγώνες και την αγάπη της για το έθνος και τον πολιτισμό της Ελλάδας, έκανε τον λαό να τη λατρέψει και κατάφερε ακόμα και μετά από 29 χρόνια να διατηρήσει μια μοναδική θέση στην καρδιά και τις μνήμες της χώρας.

Η οικογένεια Μερκούρη ήταν αρβανίτικης καταγωγής, προερχόμενη από την Αργολίδα και κάποια από τα μέλη της πολέμησαν στην Επανάσταση του 1821. Η Μελίνα γεννήθηκε στις 18 Οκτωβρίου 1920, στο σπίτι του παππού της, Σπύρου Μερκούρη, δημάρχου Αθηναίων για είκοσι περίπου χρόνια, ένα σπίτι που ήταν πάντα ανοιχτό για όποιον ήθελε να το επισκεφθεί.

Το γεγονός ότι η Μελίνα έμαθε να συναναστρέφεται με όλα τα είδη των ανθρώπων, από τους πιο ισχυρούς μέχρι τους πιο ταπεινούς, σε συνδυασμό με την αγάπη του Σπυρίδωνα Μερκούρη για την Αθήνα και τη στενή σχέση που είχαν, καλλιέργησαν την παιδεία της στον ανθρώπινο πολιτισμό, το επικοινωνιακό της χάρισμα, αλλά και τη δική της αγάπη για την πρωτεύουσα και την Ελλάδα.

Η «κληρονομική» σχέση της με την πολιτική δεν οφειλόταν μόνο στον γηραιότερο Μερκούρη, καθώς ο πατέρας της, Σταμάτης, ήταν αξιωματικός του Ιππικού και διετέλεσε βουλευτής και υπουργός, ενώ ο θείος της, Γιώργος Μερκούρης, ήταν ο ιδρυτής του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος Ελλάδος.

Η Μελίνα δεν ήταν «παιδί των γραμμάτων», θεωρούσε τα μαθήματα τρομερά βαρετά και της ήταν αδύνατο να αφιερωθεί στο διάβασμα. Αντίθετα, ονειροπολούσε και περιπλανιόταν στα όνειρά της να γίνει ηθοποιός, γεγονός που την οδήγησε να διαβάσει πολύ για το θέατρο και την ιστορία. Ήταν, ωστόσο, αδύνατο να πείσει την οικογένεια των πολιτικών της να την αφήσει να ακολουθήσει καριέρα ηθοποιού. Η κοινωνική τους τάξη είχε άλλες προσδοκίες, τόσο από την πλευρά της μητέρας της με έναν ναύαρχο και έναν διπλωμάτη για αδέλφια όσο και με τον πατέρα της στην εξορία επειδή αντιτάχθηκε στη δικτατορία του Μεταξά.

Το 1939, σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, δέχτηκε να παντρευτεί τον Πάνο Χαροκόπο, οικονομικά ισχυρό και, ως απόφοιτος του Κέιμπριτζ, ιδιαίτερα καλλιεργημένο και ελεύθερο πνεύμα, επειδή δέχτηκε να την αφήσει να σπουδάσει υποκριτική. Παντρεύτηκαν κρυφά, χωρίς τη συγκατάθεση της οικογένειάς της. Εγκαταστάθηκαν μαζί σε ένα από τα πιο πολυτελή ρετιρέ της πόλης και με τη βοήθεια του φίλου της, Δημήτρη Χορν, μπήκε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου.

Πρωτοεμφανίστηκε στη σκηνή, το 1944, στο θέατρο Βρετανία, με τον θίασο του Γιώργου Παππά και του Αντώνη Γιαννίδη, στο έργο του Αλέξη Σολωμού «Το μονοπάτι της ελευθερίας» και συνέχισε με δεκάδες παραστάσεις που την έκαναν να ξεχωρίζει όλο και περισσότερο στα μάτια του κοινού και των κριτικών. Το 1949, το «Λεωφορείο του πόθου» ήταν μια από τις παραστάσεις-σταθμούς στην καριέρα της, γιατί το Θέατρο Τέχνης του Κάρολου Κουν ήταν μέχρι τότε «απαγορευμένο» για τους ηθοποιούς του Εθνικού Θεάτρου. Η «Άννα των χιλίων ημερών» ήταν μια ιστορική παράσταση, που σκηνοθέτησε ο Δημήτρης Μυράτ και έπαιξαν μεταξύ άλλων η Μελίνα Μερκούρη, η Ειρήνη Παππά, η Άννα Συνοδινού, η Νίτσα Τσαγανέα, ο Χρήστος Τσαγανέας και άλλοι.

Από το 1951 άρχισε να πρωταγωνιστεί και στη γαλλική σκηνή, όπου έγινε η μούσα ενός από τους μεγαλύτερους θεατρικούς συγγραφείς, του Μαρσέλ Ασάρ. Η πρώτη της ταινία, η μυθική «Στέλλα», προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1955. Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη, το σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη και η ερμηνεία της Μελίνας χάρισαν στην ταινία παγκόσμια αναγνώριση και τιμήθηκε με το βραβείο καλύτερης αναδρομικής ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1960, με τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξένης ταινίας του 1956, καθώς και με το βραβείο Isa Miranda για την ερμηνεία της Μελίνας Μερκούρη στο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών 1955.




Το 1960, ήταν η χρονιά ορόσημο για την καριέρα της Μελίνας Μερκούρη, η χρονιά του διεθνούς θριάμβου του «Ποτέ την Κυριακή» του Ζιλ Ντασέν, ταινία που τιμήθηκε με το Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού και, εκείνη, με το Βραβείο Γυναικείου Ρόλου στο Φεστιβάλ των Καννών, με την υποψηφιότητα για το Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου και αποτέλεσε την αφετηρία για τη διεθνή της καριέρα. Τα «Παιδιά του Πειραιά» του Μάνου Χατζιδάκι, ο οποίος, ένα χρόνο μετά την κατάκτηση του Όσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού, έκανε διάσημο το μπουζούκι, την ελληνική μουσική, το λιμάνι του Πειραιά, την Ελλάδα συνολικά, καθιστώντας το τον πιο ελκυστικό τουριστικό προορισμό διεθνώς. Η Μελίνα κατέβηκε στο Θέατρο Τέχνης Underground και ερμήνευσε την αποπεμφθείσα σταρ, Αλεξάνδρα ντελ Λάγκο, στο «Γλυκό πουλί της νιότης» του Τένεσι Ουίλιαμς, γεγονός που έφερε μια έκρηξη προτάσεων για κινηματογραφικούς ρόλους. Ταξίδευε στη Γαλλία και μερικές φορές στην Ιταλία για να συμμετάσχει σε ταινίες του Claude Autant-Lara ή του Vittorio de Sica.

Τα σημαντικότερα αμερικανικά και ευρωπαϊκά περιοδικά έστελναν τους συναδέλφους τους να φωτογραφίσουν τη Μελίνα στη γενέτειρά της και εκείνη έβαζε όλη τη γοητεία και την κομψότητά της για να διαφημίσει την πατρίδα της. Πιο γνωστές είναι οι φωτογραφίες της Slim Aarons για ένα αμερικανικό περιοδικό, στην πιο αγαπημένη της γειτονιά, την Πλάκα. Από τότε, εμφανιζόταν συχνά σε φωτογραφίες στην Ακρόπολη, μέχρι που το αμερικανικό κανάλι ABC έστειλε συνεργείο το 1964 και έκανε την Ελλάδα της Μελίνας. Η μουσική ήταν του Σταύρου Ξαρχάκου και διαφήμιζε την Αθήνα αλλά και πολλά μέρη της Ελλάδας.

Παντρεύτηκε με τον Zile Dessen στις 18 Μαΐου 1966 στο δημαρχείο της Λωζάνης, με μοναδικό Έλληνα μάρτυρα γάμου τον Νίκο Κούρκουλο. «Είναι η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου», δήλωσε η Μελίνα Μερκούρη. «Θα είχαμε παντρευτεί στην Ελλάδα, αλλά τότε θα έπρεπε να καλέσουμε πολύ κόσμο και κανένας θόρυβος και θόρυβος δεν θα χωρούσε σε μια απλή τελετή που σηματοδοτεί μια 10ετή συμβίωση». Το ίδιο βράδυ ακολούθησε ένα ελληνικό γλέντι με σύριζα και πολύ κέφι στο Λωζάννειο Παλλάς.

Εκτός από τη θεατρική και κινηματογραφική της καριέρα στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η Μελίνα κυκλοφόρησε περισσότερους από δεκαπέντε δίσκους, με έργα των Μάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου Ξαρχάκου, Γιάννη Μαρκόπουλου, Βασίλη Τσιτσάνη, Kourt Vaill και Μπέρτολτ Μπρεχτ.




Το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967 συνέβη ενώ βρισκόταν στο εξωτερικό, στο Μπρόντγουεϊ, όπου έπαιζε στο «Iliya Darling» και είπε κλαίγοντας στα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης «Σας παρακαλώ μην πάτε στη χώρα μου». Η Μελίνα Μερκούρη είχε στερηθεί την ελληνική υπηκοότητα και το ελληνικό διαβατήριο από το πραξικόπημα λόγω του αντιδικτατορικού της αγώνα. Όταν ενημερώθηκε για την απόφαση της χούντας, έκανε την ιστορική δήλωση «Γεννήθηκα Ελληνίδα και θα πεθάνω Ελληνίδα. Ο Πατάκος γεννήθηκε φασίστας και θα πεθάνει φασίστας. »

Με συνεντεύξεις, συναυλίες, ηχογραφήσεις, απεργίες πείνας και πολιτικές εκδηλώσεις, η Μελίνα αποτέλεσε μόνιμο πρόβλημα για τη χούντα, η οποία επιχείρησε να τη δολοφονήσει με διάφορους, ανεπιτυχείς τρόπους, αφού το καθεστώς των συνταγματαρχών την χαρακτήρισε «εχθρό της Ελλάδας “ και ”εχθρό» του ελληνικού τουρισμού – μια γυναίκα που είχε κάνει τα πάντα για την Ελλάδα και με το «Ποτέ την Κυριακή» είχε συμβάλει καθοριστικά στην τουριστική άνθηση της χώρας. Στα χρόνια της δικτατορίας, από τη στιγμή που τελείωσε τις παραστάσεις του «Ilia Darling», η Μελίνα έπαιξε μόνο τη «Λυσιστράτη», το 1972, στο Μπρόντγουεϊ, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη.

Δύο ημέρες μετά την επιστροφή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, στις 26 Ιουλίου 1974, επέστρεψε στην αγαπημένη της Ελλάδα με πλήθος φίλων να την περιμένουν στο αεροδρόμιο. Αμέσως οργανώθηκαν δύο συναυλίες, μία του Μίκη Θεοδωράκη στο Καραϊσκάκη και μία του Μαρκόπουλου στο γήπεδο του Παναθηναϊκού, τις οποίες ο Νίκος Κούνδουρος συμπεριέλαβε στο ντοκιμαντέρ του «Τα τραγούδια της φωτιάς». Η Μελίνα, δίπλα στους Ξυλούρη, Νταλάρα, Κατράκη, Λοΐζο, Μαρίζα Κωχ, Καρέζη και Καζάκο, τραγούδησε με τη χαρακτηριστική παθιασμένη φωνή της τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» του Τσιτσάνη, το «Caffe Hellas» του Μαρκόπουλου και δύο του Σαββόπουλου, τον «Καραγκιόζη» και την «Κύπρο».

Το 1975 σκηνοθέτησε την «Όπερα των Εκατό» στο θέατρο Κάππα με τον Νίκο Κούρκουλο, το 1976 τη «Μήδεια» με το Εθνικό Θέατρο και το 1978 το «Συνοδοιπόρο του Μπρεχτ» από το ελληνικό θέατρο, τον Μάνο Κατράκη, μια παράσταση για την οποία ο Θάνος Μικρούτσικος έγραψε το «Άννα μην κλαις» για να τραγουδήσουν η ίδια και ο Γιάννης Κούτρας. Το 1980 ανέβασε ξανά το «Γλυκό πουλί της νιότης» με τον Γιάννη Φέρτη και, ουσιαστικά, έκλεισε τη θεατρική της καριέρα με την «Ορέστεια» στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου από το Θέατρο Τέχνης.

Η ανάληψη της εξουσίας από το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, μετά τα αποτελέσματα των εκλογών του Οκτωβρίου του 1981, ήταν μια επανεκκίνηση για την Ελλάδα, η Μελίνα τοποθετήθηκε από τον πρωθυπουργό, Ανδρέα Παπανδρέου, στην ηγεσία του Υπουργείου Πολιτισμού και δεν έχασε τη θέση της μέχρι που το ΠΑΣΟΚ έχασε την διακυβέρνηση της χώρας, το 1989. Επέστρεψε το 1993 και διατήρησε το αξίωμά της μέχρι το πρόωρο τέλος της.




Οι υφιστάμενοί της, τους οποίους καλούσε να «ονειρεύονται» μαζί της από την πρώτη μέρα, έμαθαν με τα χρόνια να την αγαπούν και να την εκτιμούν, αν και ενώ η πλειοψηφία τους ανήκε σε πολιτικό κόμμα διαφορετικό από αυτό του κυβερνώντος κόμματος, εκείνη δεν απέλυσε κανέναν. Έτσι, εκτός από μια καλή σύνταξη, οι δημόσιοι υπάλληλοι ενός άχρωμου υπουργείου έμαθαν και «ονειρεύτηκαν» νέους τρόπους για να βελτιώσουν τον πολιτισμό και να οδηγήσουν την Ελλάδα και πάλι στον διεθνή πολιτιστικό χάρτη.

Οι πολιτικοί είχαν σχολιάσει ότι το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού δεν είχε λειτουργήσει ποτέ άλλοτε με τόση επιτυχία. Επιπλέον, ήθελε να γνωρίζει τα θέματα του κόσμου «από μέσα», γι’ αυτό και άνοιγε το γραφείο της μια φορά την εβδομάδα και ο κόσμος την επισκεπτόταν και μιλούσε για ό,τι τον απασχολούσε.

Η Μελίνα Μερκούρη ήταν εκείνη που διακήρυξε ότι «η βαριά βιομηχανία της χώρας είναι ο πολιτισμός» και αγωνίστηκε για την προώθησή του τόσο στο εξωτερικό όσο και εντός των συνόρων της Ελλάδας. Η ίδια είχε ξεκινήσει την εκστρατεία για την επιστροφή των Μαρμάρων του Παρθενώνα, μιλώντας επίσημα για το θέμα στη Διεθνή Διάσκεψη των Υπουργών Πολιτισμού της UNESCO στο Μεξικό, τον Ιούλιο του 1982.

«Πρέπει να καταλάβετε τι σημαίνουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα για εμάς. Είναι η υπερηφάνειά μας. Είναι οι θυσίες μας. Είναι το υπέρτατο σύμβολο της ευγένειας. Είναι ένας φόρος τιμής στη δημοκρατική φιλοσοφία. Είναι η φιλοδοξία και το όνομά μας. Είναι η ουσία της ελληνικότητάς μας», είπε και πρόσθεσε: «Αν με ρωτήσετε αν θα ζήσω όταν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα επιστρέψουν στην Ελλάδα, σας λέω ότι ναι, θα ζήσω. Αλλά ακόμη και αν δεν ζήσω πια, θα ξαναγεννηθώ. »

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η επιστροφή των Μαρμάρων, το 1989 προκήρυξε διαγωνισμό για την κατασκευή ενός νέου Μουσείου Ακρόπολης, δίνοντας παράλληλα έμφαση στο έργο αποκατάστασης της Ακρόπολης και στη διατήρηση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Επίσης, η ενοποίηση του ιστορικού κέντρου της Αθήνας για τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού πάρκου ήταν δική της ιδέα. «Είναι επιτακτική ανάγκη η Ελλάδα να διαφυλάξει την καρδιά της ιστορίας της, την καρδιά της Αθήνας, το ιστορικό της κέντρο, με ένα έργο που θα αλλάξει εντελώς την εικόνα και τη ζωή στο κέντρο της πόλης», είπε.

Το 1983 έθεσε το ερώτημα «πώς είναι δυνατόν να αναπτυχθεί μια κοινότητα που δεν έχει την πολιτιστική της διάσταση;». ενώπιον των υπουργών Πολιτισμού της τότε ΕΟΚ, σημειώνοντας ότι ο πολιτισμός «είναι η ψυχή της κοινωνίας» και ότι η ευρωπαϊκή ταυτότητα «στηρίζεται στο σεβασμό της διαφορετικότητας και στη δημιουργία ενός ζωντανού παραδείγματος μέσα από το διάλογο των πολιτισμών της Ευρώπης. Είναι καιρός η φωνή μας να ακουστεί με την ίδια δύναμη που έχουν οι τεχνοκράτες. Ο πολιτισμός, η τέχνη και η δημιουργία δεν είναι λιγότερο σημαντικές από το εμπόριο, την οικονομία, την τεχνολογία».

Το ΠΑΣΟΚ έμεινε εκτός εξουσίας για τρία χρόνια, και όταν επέστρεψε στην κυβέρνηση, το 1993, η Μελίνα, ενόψει των σοβαρών προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε από τον καρκίνο του πνεύμονα, ανέλαβε και πάλι το αγαπημένο της υπουργείο, σε συνεργασία με τον Θάνο Μικρούτσικο. Σύμφωνα με δηλώσεις της, κοίταξε την ασθένειά της κατάματα. Μάλιστα, υπήρξε μια περίοδος που κάθε πρωί, πριν το γραφείο της, πήγαινε για χημειοθεραπεία, την ώρα που 357 έντυπα, τηλεοπτικά κανάλια και ραδιόφωνα από όλο τον κόσμο ζητούσαν μια συνέντευξη μαζί της.

Μια μέρα πριν ταξιδέψει στη Νέα Υόρκη για να χειρουργηθεί, πήγε στο υπουργείο για να αποχαιρετήσει τα αγαπημένα της πρόσωπα και ενώ τους αποχαιρέτησε και τους άφησε, επέστρεψε λίγα λεπτά αργότερα, γύρισε στο γραφείο της χωρίς να μιλήσει σε κανέναν, κουρδίζει ένα μικρό βαρελότο που της είχε δώσει ο Τσαρούχης και φεύγει με τη μελωδία του «Παιδιά του Πειραιά».




Στην είδηση του θανάτου της στις 6 Μαρτίου 1994, ο διεθνής Τύπος έκανε αναλυτικά αφιερώματα στη ζωή της μυθικής Ελληνίδας με τα βροντερά γέλια, ενώ στο Μπρόντγουεϊ τα θέατρα έκλεισαν την ώρα της κηδείας. Το προσκύνημα των χιλιάδων Αθηναίων που πέρασαν από το παρεκκλήσι της Μητρόπολης για να της πουν το τελευταίο αντίο κράτησε ογδόντα τέσσερις ώρες, ενώ στις 10 Μαρτίου, μετά την εξόδιο ακολουθία, πολλοί Αθηναίοι τη συνόδευσαν μέχρι την τελευταία της κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Ήταν η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που κηδεύτηκε μετά από τριήμερο εθνικό πένθος, με τιμές πρωθυπουργού. Ήταν η μεγαλύτερη σε όγκο και συγκίνηση κηδεία που έχει δει ποτέ η Αθήνα, ξεπερνώντας ακόμη και εκείνες των πιο επιφανών προσωπικοτήτων.