18/10/1944: Η ελληνική σημαία κυματίζει ξανά υπερήφανη – Φτάνει στην χώρα η εξόριστη κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γεωργίου Παπανδρέου μετά την Κατοχή

Το χρονικό της απελευθέρωσης της Αθήνας που έδειχνε το εμφυλιοπολεμικό κλίμα
Η Κατοχή της Ελλάδας από τους Ναζί, τους Ιταλούς και τους Βούλγαρους ολοκληρώνεται το 1944, σε μια περίοδο ζοφερή το λιγότερο για την χώρα μας και όλη την Ευρώπη μέσα στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την Αθήνα να απελευθερώνεται στις 12 Οκτωβρίου εκείνου του έτους και την ελληνική σημαία να κυματίζει υπερήφανη έξι μέρες αργότερα ξανά.
Στις 18 Οκτωβρίου 1944, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου έφτασε στην Αθήνα συνοδευόμενος από βρετανικές δυνάμεις υπό τον στρατηγό Σκόμπυ και τους άνδρες του «Ιερού Λόχου» της Μέσης Ανατολής. Μαζί του ήταν μέλη της κυβέρνησης, όπως οι Σπηλιωτόπουλος και Ζέβγος, οι οποίοι έσπευσαν στην Ακρόπολη, όπου σε πανηγυρικό κλίμα ύψωσαν τη γαλανόλευκη σημαία. Η ελληνική σημαία παραδόθηκε στον πρωθυπουργό από τον νέο δήμαρχο της πλέον απελευθερωμένης πόλης, Αριστείδη Σκληρό, παρουσία του Βρετανού πρεσβευτή Λίπερ και του αντιναύαρχου Μάνσφιλντ.
Διαβάστε επίσης: 18 Οκτωβρίου 1981: Το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου στην εξουσία! Η μεγάλη μέρα της Αλλαγής
Αντίθετα, στις ανταρτικές δυνάμεις δεν επιτράπηκε η είσοδος στην πρωτεύουσα, εκτός από ένα μικρό τμήμα του 34ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, υπό την ηγεσία του λοχαγού Απόστολου Κοκμάδη, που παρέστη συμβολικά στην τελετή. Στη συνέχεια, η πομπή των επισήμων κατευθύνθηκε στη Μητρόπολη, όπου τελέστηκε δοξολογία και ο πρωθυπουργός εκφώνησε τον «Λόγο της Απελευθέρωσης» από ένα κτίριο στην Πλατεία Συντάγματος, προς ένα πλήθος σε κατάσταση σχεδόν παραλήρησης, το οποίο φώναζε συνθήματα όπως «λαοκρατία» και «τιμωρία των δωσιλόγων». Ο Παπανδρέου απέφυγε να εκφράσει σαφείς προθέσεις σχετικά με το πολιτειακό ζήτημα.
Ο λόγος της απελευθέρωσης
Ο λόγος εκφωνήθηκε από το ίδιο κτήριο, το οποίο ήταν το υπουργείο Συγκοινωνίας τότε, και σήμερα στεγάζει το πολυκατάστημα Public. Από εκεί είχε εκφωνήσει τον λόγο του και ο Ελευθέριος Βενιζέλος τον Σεπτέμβριο του 1910, καταφέρνοντας να πείσει τα πλήθη να υποστηρίξουν την Αναθεωρητική έναντι της Συντακτικής Βουλής, παρά τις επίμονες απαιτήσεις των παρευρισκόμενων. Όταν ο Παπανδρέου εμφανίστηκε στον εξώστη για να μιλήσει στο πλήθος, αντιμετώπισε ένα κοινό που, στη συντριπτική του πλειοψηφία, υποστήριζε πολιτικά το ΕΑΜ.
Όπως γλαφυρά περιγράφει ο Θεμιστοκλής Τσάτσος αυτόπτης μάρτυς και Υπουργός Δικαιοσύνης τότε «…Η ερυθρά σημαία και τα λάβαρα με το σφυροδρέπανον εκυριάρχουν από άκρου εις άκρον. Ο Εθνικός ύμνος η εν οιονδήποτε Εθνικό άσμα δεν ηκούοντο. Μόνον η “Λαοκρατία”. Θέσις δια μιαν έστω εθνικήν οργάνωσιν εις την Πλατείαν του Συντάγματος δεν υπήρχε. Μόνον Εαμικές οργανώσεις ηδυνήθησαν να καταλάβουν θέσιν επί της πλατείας. Θα έλεγε κανείς ότι παρευρίσκεται εις εορτήν κομμουνιστών εν Μόσχα, διότι εν Αθήναις θα έπρεπε να υπάρχουν περισσότεραι ελληνικαί σημαίαι, έστω και αν επρόκειτο περί καθαρώς κομμουνιστικής εορτής..».
Οι υποστηρικτές του ΕΑΜ είχαν εκτοπίσει πλήρως τους υποστηρικτές των Εθνικιστικών οργανώσεων από τον χώρο. Σύμφωνα με τον Τσάτσο αραιά και που μόνο, έβλεπες μέλη των οργανώσεων αυτών ανά τετράδες με πλακάτ να φωνάζουν υπέρ της «Μεγάλης Ελλάδας», συνθήματα όμως που ακούγονταν ελάχιστα.
Ο Παπανδρέου απευθύνθηκε σε ένα ακροατήριο που του ήταν εντελώς εχθρικό, διακόπτοντας συνεχώς την ομιλία του με συνθήματα όπως «Λαοκρατία» (υπονοώντας την πολιτική επιρροή του ΕΑΜ) και «Εθνική Νέμεσι» (απαιτώντας την αυστηρή τιμωρία των συνεργατών των Γερμανών και των «ταγμάτων ασφαλείας»). Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο Παπανδρέου δεν έχασε το θάρρος του.
Στον «λόγο της Απελευθέρωσης», που εκφώνησε με δυνατή και αποφασιστική φωνή, εστίασε στην Εθνική ολοκλήρωση (Βόρειος Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Βόρεια σύνορα), στην ανασύνταξη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, ενώ ανέφερε και την ανάγκη για σκληρές κυρώσεις κατά των δοσιλόγων, ένα βασικό αίτημα του ΕΑΜ.
Αναφέρθηκε με τόλμη στο Ρίμινι, τον «Ιερό λόχο» και το Ελ Αλαμέιν, επαινώντας παράλληλα την αντίσταση των Αθηναίων. Ολοκλήρωσε την ομιλία του με έναν επίλογο για την «Εθνική Ένωση» που θεωρούσε σωτήρια. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, εκτός κειμένου, ανέφερε τη γνωστή φράση «πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν», προσπαθώντας να επικοινωνήσει με το ακροατήριό του και να κερδίσει, αν όχι επιδοκιμασία, τουλάχιστον προσωρινή εύνοια. Για αυτή τη φράση, ο Παπανδρέου κατηγορήθηκε από πολλούς πολιτικούς του αντιπάλους στα επόμενα χρόνια για προσωρινή ιδεολογική προσέγγιση με τους κομμουνιστές, κάτι που φυσικά δεν ίσχυε.
Το πιο σημαντικό σημείο του λόγου ήταν όταν ο Παπανδρέου αναφέρθηκε στην αποκατάσταση της λειτουργίας του ελεύθερου Ελληνικού κράτους και στην τήρηση των συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας, που είχαν υπογραφεί και από το ΕΑΜ. Αυτή η αποστροφή του πρωθυπουργικού λόγου στρεφόταν άμεσα ενάντια στα συνθήματα και την ψυχολογία των ακροατών, με τους οποίους ερχόταν σε ευθεία αντιπαράθεση. Ωστόσο, ο Παπανδρέου δεν δίστασε, αλλά επέβαλε την παρουσία του στο πλήθος, μην αφήνοντας χρόνο για αντιδράσεις και αγνοώντας τα συνθήματα που ακούγονταν από τα «χωνιά» των επικεφαλής των αριστερών. Ουσιαστικά, διεξαγόταν μια πάλη μεταξύ του πλήθους και του ομιλητή, στην οποία ο ομιλητής, έστω και οριακά, επικράτησε. Παρά τις διακοπές και τα συνθήματα, ο Παπανδρέου όχι μόνο ολοκλήρωσε τον λόγο του, αλλά κατάφερε να μεταδώσει τις θέσεις της κυβέρνησης στο πλήθος.
Η επιτυχία του Παπανδρέου είναι πανθομολογούμενη και δεν αναφέρεται μόνο από τον Θεμιστοκλή Τσάτσο θερμό υποστηρικτή του τότε, αλλά και από τους Ηλία Τσιριμώκο (…ο Παπανδρέου ζήτησε την επαφή με τον λαό, και έχει κανείς την αίσθηση πως την βρήκε), από τον Θανάση Χατζή (στην πλατεία Συντάγματος ο Παπανδρέου κέρδισε μια μάχη υπέρ της αντίδρασης και των Άγγλων), το Σόλωνα Γρηγοριάδη (ο λόγος του Παπανδρέου εντυπωσίασε) και τον Ζαούση (μια από τις μεγαλύτερες στιγμές του Παπανδρέου όταν μπροστά σε ένα τεράστιο πλήθος οργανωμένο και σχεδόν εχθρικό, επέδειξε ένα θάρρος μοναδικό…).
Παρά όμως την πρόσκαιρη επιτυχία του Παπανδρέου, ο «λόγος της απελευθέρωσης» φανέρωσε την αντίθεση του ΕΑΜ κατά της κυβέρνησης Εθνικής ενότητας που ως τότε υπέβοσκε, προοιωνίζοντας τις τραγικές εξελίξεις που δεν απείχαν πολύ. Σύμφωνα με τον Θανάση Χατζή ο παρόντας Άγγλος υποστράτηγος Σκόμπυ έδειξε εκνευρισμό αντικρίζοντας το ΕΑΜικό πλήθος στην πλατεία λέγοντας στον επιτελάρχη του «…πρέπει να τελειώνουμε με αυτόν τον όχλο!».