16/10/1946: Η Δίκη της Νυρεμβέργης – 10 εξέχοντες Ναζί καταδικάζονται σε θάνατο και απαγχονίζονται ως εγκληματίες πολέμου

Το χρονικό της ιστορικής δίκης μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο
Ουδέποτε θα ξεχαστούν ιστορικά όσα φρικιαστικά διεπράχθησαν στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ιδιαίτερα τα εγκλήματα των Ναζί, με τις συμμαχικές δυνάμεις να τους οδηγούν σε δίκη, που είχε αποφασιστεί από το 1942.
Στις 17 Δεκεμβρίου 1942, οι ηγέτες των Ηνωμένων Πολιτειών, της Μεγάλης Βρετανίας και της Σοβιετικής Ένωσης εξέδωσαν την πρώτη κοινή διακήρυξη που αναγνώριζε επίσημα τη μαζική δολοφονία των Εβραίων στην Ευρώπη και ανακοίνωσαν ότι οι υπεύθυνοι για τις βιαιοπραγίες κατά άμαχων πληθυσμών θα διωχθούν. Παρότι κάποιοι πολιτικοί ηγέτες πρότειναν συνοπτικές εκτελέσεις χωρίς δίκη, οι Σύμμαχοι αποφάσισαν να ιδρύσουν ένα Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο.
Όπως δήλωσε ο Κόρντελ Χαλ, «μια καταδίκη, εάν προέρχεται από μια τέτοια δικαστική διαδικασία, θα κριθεί θετικά από την ιστορία, μην αφήνοντας περιθώρια στους Γερμανούς να ισχυριστούν ότι η ομολογία των εγκλημάτων πολέμου και η αποδοχή ενοχής τους έγιναν υπό πίεση».
Τον Οκτώβριο του 1943, ο πρόεδρος των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούζβελτ, ο πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας Ουίνστον Τσώρτσιλ και ο ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης Ιωσήφ Στάλιν υπέγραψαν τη Διακήρυξη της Μόσχας. Σύμφωνα με αυτή, τα πρόσωπα που κρίνονται υπεύθυνα για εγκλήματα πολέμου κατά τη διάρκεια της συνθηκολόγησης έπρεπε να μεταφέρονται στις χώρες όπου διεπράχθησαν τα εγκλήματα και να δικάζονται βάσει των νόμων του εν λόγω κράτους.
Για την τιμωρία σημαντικών εγκληματιών πολέμου, των οποίων τα εγκλήματα δεν μπορούσαν να προσδιοριστούν σε συγκεκριμένη τοποθεσία, οι κυβερνήσεις των Συμμάχων θα αποφάσιζαν από κοινού.
Το δικαστήριο της Νυρεμβέργης, το κατηγορητήριο και οι ποινές
Οι δίκες των κορυφαίων Γερμανών αξιωματούχων ενώπιον του Διεθνούς Στρατοδικείου (International Military Tribunal/IMT), ευρύτερα γνωστές ως μεταπολεμικές δίκες για εγκλήματα πολέμου, ξεκίνησαν επισήμως στη Νυρεμβέργη στις 20 Νοεμβρίου 1945, μόλις εξήμισι μήνες μετά τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
Στις 18 Οκτωβρίου 1945, οι επικεφαλής εισαγγελείς του Διεθνούς Στρατοδικείου είχαν ολοκληρώσει την απαγγελία του κατηγορητηρίου κατά 24 ηγετικών στελεχών των Ναζί. Οι τέσσερις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν στους συγκεκριμένους αξιωματούχους ήταν οι εξής:
1. Συνωμοσία για τη διάπραξη εγκλημάτων κατά της ειρήνης, εγκλημάτων πολέμου και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας
2. Εγκλήματα κατά της ειρήνης
3. Εγκλήματα πολέμου
4. Εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας
Κάθε ένα από τα τέσσερα συμμαχικά έθνη – οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Μεγάλη Βρετανία, η Σοβιετική Ένωση και η Γαλλία – διόρισε έναν δικαστή και μια ομάδα εισαγγελέων. Πρόεδρος του δικαστηρίου ήταν ο αρχιδικαστής Τζέφρι Λόρενς από τη Μεγάλη Βρετανία.
Οι κανόνες της δίκης προέκυψαν από λεπτούς συμβιβασμούς μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αγγλοσαξονικού νομικού συστήματος. Μια ομάδα διερμηνέων εξασφάλισε τη συγχρονισμένη μετάφραση των όσων λέγονταν κατά την εκδίκαση της υπόθεσης σε τέσσερις γλώσσες: Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά και Ρωσικά.
Μετά από εκτενείς συζητήσεις, επιλέχθηκαν 24 κατηγορούμενοι, αντιπροσωπεύοντας ένα ευρύ φάσμα της ναζιστικής ηγεσίας στους τομείς της διπλωματίας, της οικονομίας, της πολιτικής και των ενόπλων δυνάμεων. Ο Αδόλφος Χίτλερ, ο Χάινριχ Χίμλερ και ο Γιόζεφ Γκέμπελς δεν δικάστηκαν ποτέ, καθώς είχαν αυτοκτονήσει πριν το τέλος του πολέμου. Το Διεθνές Δικαστήριο αποφάσισε να μη δικάσει μεταθανάτια, για να μην δοθεί η εντύπωση ότι ήταν ακόμη εν ζωή.
Τελικά, μόλις 21 από τους κατηγορούμενους παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο. Ο Γερμανός βιομήχανος Γκούσταβ Κρουπ περιλαμβανόταν στο αρχικό κατηγορητήριο, αλλά λόγω της προχωρημένης ηλικίας του και της επιδεινούμενης υγείας του, αποφασίστηκε η εξαίρεσή του από την προκαταρκτική διαδικασία. Ο γραμματέας του Ναζιστικού Κόμματος, Μάρτιν Μπόρμαν, δικάστηκε και καταδικάστηκε ερήμην, ενώ ο Ρόμπερτ Λέι αυτοκτόνησε την παραμονή της δίκης.
Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο άσκησε διώξεις εναντίον των κατηγορουμένων για εγκλήματα κατά της ειρήνης, εγκλήματα πολέμου και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας ορίστηκαν ως «δολοφονία, εξολόθρευση, υποδούλωση, εκτοπισμός… ή διώξεις με βάση πολιτικά, φυλετικά ή θρησκευτικά κριτήρια».
Επιπλέον, προστέθηκε μια τέταρτη κατηγορία συνωμοσίας για δύο λόγους: (1) για την κάλυψη εγκλημάτων που διαπράχθηκαν υπό το καθεστώς της ναζιστικής νομοθεσίας πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και (2) για να δώσει στα μελλοντικά στρατοδικεία τη δυνατότητα να διώκουν κάθε άτομο που ανήκει σε οργάνωση η οποία κηρύχθηκε εγκληματική.
Το Διεθνές Στρατοδικείο, κατά συνέπεια, δίωξε διάφορους ναζιστικούς οργανισμούς που κηρύχθηκαν «εγκληματικοί», όπως το Υπουργικό Συμβούλιο του Ράιχ, το Ηγετικό Σώμα του Ναζιστικού Κόμματος, η Επίλεκτη Φρουρά (SS), η Υπηρεσία Ασφαλείας (SD), η Μυστική Κρατική Αστυνομία (Gestapo), τα Τάγματα Εφόδου (SA), καθώς και το Γενικό Επιτελείο και την Ανώτατη Διοίκηση των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Οι κατηγορούμενοι είχαν το δικαίωμα να επιλέξουν συνηγόρους υπεράσπισης της επιλογής τους.
Ο Αμερικανός επικεφαλής εισαγγελέας, Ρόμπερτ Τζάκσον, επέλεξε να οικοδομήσει την υπόθεση χρησιμοποιώντας τα εκτενή έγγραφα που είχαν συνταχθεί από τους ίδιους τους Ναζί, αντί να βασιστεί σε καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων. Η επιλογή αυτή απέβλεπε στη μείωση των αμφισβητήσεων σχετικά με την έκβαση της δίκης, αποφεύγοντας πιθανές αναξιόπιστες ή μεροληπτικές μαρτυρίες.
Οι καταθέσεις που παρουσιάστηκαν στη Δίκη της Νυρεμβέργης αποκάλυψαν πολλές από τις σημερινές μας γνώσεις για το Ολοκαύτωμα, συμπεριλαμβανομένων των λεπτομερειών για τους μηχανισμούς εξόντωσης στο Άουσβιτς, την καταστροφή του γκέτο της Βαρσοβίας και την εκτίμηση για τα έξι εκατομμύρια Εβραίων θυμάτων.
Οι δικαστές ανακοίνωσαν την ετυμηγορία τους την 1η Οκτωβρίου 1946, απαιτώντας τη σύμφωνη γνώμη τριών από τους τέσσερις δικαστές για την καταδίκη. Δώδεκα κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν σε θάνατο, μεταξύ των οποίων οι Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ, Χανς Φρανκ, Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ και Γιούλιους Στράιχερ.
Εκτελέστηκαν δι’ απαγχονισμού, αποτεφρώθηκαν στο Νταχάου, και οι στάχτες τους σκορπίστηκαν στον ποταμό Ίζαρ. Ο Χέρμαν Γκέριγκ αυτοκτόνησε την παραμονή της εκτέλεσης για να αποφύγει τον απαγχονισμό. Το Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο καταδίκασε τρεις κατηγορουμένους σε ισόβια κάθειρξη και τέσσερις σε ποινές φυλάκισης από 10 έως 20 έτη. Τρεις κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.
Οι δίκες που ακολούθησαν
Η δίκη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου στη Νυρεμβέργη δεν ήταν μοναδική, αλλά αναμφίβολα η πιο γνωστή και μία από τις πρώτες δίκες για εγκλήματα πολέμου που πραγματοποιήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Καθημερινά, περισσότεροι από 400 άτομα παρευρίσκονταν στην ακρόαση, ενώ 325 ανταποκριτές από 23 διαφορετικές χώρες κάλυπταν τη διαδικασία.
Η συντριπτική πλειοψηφία των δικών για εγκλήματα πολέμου μετά το 1945 αφορούσαν κατώτερους αξιωματούχους και στρατιωτικούς. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν φύλακες και διοικητές στρατοπέδων συγκέντρωσης, αξιωματικοί της αστυνομίας, μέλη των Einsatzgruppen (Κινητά Τάγματα Θανάτου) και γιατροί που συμμετείχαν σε ιατρικά πειράματα. Οι εν λόγω εγκληματίες δικάστηκαν από στρατοδικεία στις βρετανικές, αμερικανικές, γαλλικές και σοβιετικές ζώνες της κατεχόμενης Γερμανίας και Αυστρίας, καθώς και στην Ιταλία, τα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου.
Στις 17 Οκτωβρίου 1946, μία ημέρα μετά την εκτέλεση των κατηγορουμένων από τη δίκη του Διεθνούς Στρατιωτικού Δικαστηρίου, ο πρόεδρος Χάρι Τρούμαν όρισε τον Τέλφορντ Τέιλορ ως επικεφαλής εισαγγελέα εγκλημάτων πολέμου των ΗΠΑ. Ο Τέιλορ προχώρησε σε διώξεις περισσότερων από 183 υψηλόβαθμων Γερμανών αξιωματούχων σε 12 ξεχωριστές δίκες, γνωστές συλλογικά ως Επακόλουθες Δίκες της Νυρεμβέργης, που διεξήχθησαν από αμερικανικά στρατοδικεία. Μέλη της Γκεστάπο και των SS, καθώς και Γερμανοί βιομήχανοι, δικάστηκαν για τη συμμετοχή τους στην εφαρμογή των Νόμων της Νυρεμβέργης, στην «Αριοποίηση», στις μαζικές εκτελέσεις Εβραίων στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις επιθέσεις των Einsatzgruppen και στις απελάσεις.
Άλλοι εγκληματίες πολέμου δικάστηκαν από τα δικαστήρια των χωρών όπου διέπραξαν τα εγκλήματά τους. Το 1947, ένα δικαστήριο στην Πολωνία καταδίκασε τον Ρούντολφ Χες, διοικητή του στρατοπέδου Άουσβιτς, σε θάνατο. Στη Δυτική Γερμανία, τα δικαστήρια επέβαλαν επιεικείς ποινές σε πολλούς πρώην Ναζί, υποστηρίζοντας ότι η υπακοή σε διαταγές ανωτέρων αποτελούσε ελαφρυντικό στοιχείο. Ως αποτέλεσμα, αρκετοί εγκληματίες Ναζί συνέχισαν κανονικά τη ζωή τους στη γερμανική κοινωνία, ιδιαίτερα στον επιχειρηματικό τομέα.
Οι προσπάθειες των κυνηγών Ναζί, όπως του Σάιμον Βίζενταλ και της Μπεάτε Κλάρσφελντ, οδήγησαν στη σύλληψη, την έκδοση και τη δίωξη πολλών Ναζί που είχαν εγκαταλείψει τη Γερμανία μετά τον πόλεμο. Η δίκη του Άντολφ Άιχμαν, η οποία έλαβε χώρα στην Ιερουσαλήμ το 1961, είχε παγκόσμια απήχηση. Ωστόσο, πολλοί εγκληματίες πολέμου δεν οδηγήθηκαν ποτέ σε δίκη ούτε τιμωρήθηκαν.