«Ήταν αθώος»: Η καταδίκη του Αριστείδη Παγκρατίδη σε θάνατο και η αλήθεια για τον πραγματικό δράκο του Σέιχ Σου

Από τις πιο πολύκροτες και σκοτεινές υποθέσεις στα ελληνικά χρονικά
Ο δράκος του Σέιχ Σου αποτελεί μια από τις πιο πολύκροτες και, παράλληλα, σκοτεινές υποθέσεις στα ελληνικά χρονικά, καθώς όπως όλα δείχνουν, 60 χρόνια αργότερα επί της ουσίας, ένας αθώος ήταν εκείνος, που τελικά συνελήφθη, ως εύκολο θύμα για να μη συλληφθεί ο πραγματικός δράστης.
Στις 2 Ιουνίου του 1965, ο «δράκος του Σέιχ Σου», Αριστείδης Παγκρατίδης, παραπέμπεται σε δίκη, ενώ τον Φεβρουάριο της επόμενης χρονιάς καταδικάζεται τετράκις εις θάνατον και σε ισόβια, για τρεις φόνους και δύο ληστείες.
Διαβάστε επίσης: Παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών: Η ζωή του Παναγιώτη Φραντζή 37 χρόνια μετά το φρικιαστικό έγκλημα που συγκλόνισε την Ελλάδα
Ο «δράκος» είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος στη Θεσσαλονίκη εξαιτίας των επιθέσεων που έκανε σε ανυποψίαστα ζευγαράκια και κοπέλες. Οι γυναίκες δεν έβγαιναν από το σπίτι τους και οι εφημερίδες της εποχής «οργίαζαν».
Η σύλληψη και η καταδίκη του Αριστείδη Παγκρατίδη
Ο Αριστείδης Παγκρατίδης συνελήφθη έπειτα από επίθεση σε 12χρονη τρόφιμο του ορφανοτροφείου «Μέγας Αλέξανδρος». Δικάστηκε τον Οκτώβριο του 1964 και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η εφημερίδα Ελληνικός Βορράς στις 8 Δεκεμβρίου 1963 έγραψε: «Νεαρός ανώμαλος εισέβαλε στο ορφανοτροφείο Μέγας Αλέξανδρος, κρατώντας λίθο και αποπειράθηκε να βιάσει κοιμωμένη ανήλικη τρόφιμο!»
Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, ομολόγησε ότι ήταν ο διαβόητος «Δράκος του Σέιχ Σου», αλλά γρήγορα ανακάλεσε, ισχυριζόμενος ότι η ομολογία ελήφθη υπό ψυχολογικές πιέσεις και σωματική βία. Μέχρι την εκτέλεσή του, υποστήριζε σταθερά την αθωότητά του. «Μανούλα μου, είμαι αθώος», ήταν τα τελευταία λόγια του πριν πέσει νεκρός.
Τελικά, τον Φεβρουάριο του 1966, καταδικάστηκε σε θάνατο ως επικίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια και δύο χρόνια αργότερα, στις 16 Φεβρουαρίου 1968, εκτελέστηκε στο δάσος του Σέιχ Σου, στον τόπο του εγκλήματος.
Τον Μάρτιο του 1957, μια καθηγήτρια του Αμερικανικού Κολλεγίου έκανε βόλτα στο δάσος του Σέιχ Σου. Ένας άγνωστος της επιτέθηκε με πέτρα, αλλά η γυναίκα σώθηκε χάρη στις φωνές της, που ακούστηκαν από άλλους που περιηγούνταν στο δάσος. Τον Οκτώβριο του 1958, ένα ερωτευμένο ζευγάρι δέχτηκε επίθεση από άγνωστο, και το ίδιο συνέβη με άλλο ζευγάρι τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς.
Το ίδιο άτομο, εκμεταλλευόμενο το σκοτάδι και την πυκνή βλάστηση, αποπειράθηκε να σκοτώσει με πέτρα τον Παναγιώτη Αθανασίου και την Ελεωνόρα Βλάχου. Προσπάθησε να βιάσει την κοπέλα, αλλά το ζευγάρι σώθηκε ως εκ θαύματος, καθώς το κρύο ανέκοψε την αιμορραγία τους. Το ημερολόγιο έδειχνε 19 Φεβρουαρίου 1959. Δεν είχαν την ίδια τύχη ο ίλαρχος Κωνσταντίνος Ραϊσης και η φίλη του Ευδοξία Παληογιάννη, που βρέθηκαν νεκροί στις 6 Μαρτίου 1959 στην περιοχή του αεροδρομίου της Μίκρας. Το επόμενο «χτύπημα» ήρθε στις 3 Απριλίου 1959, με τη δολοφονία της εργαζόμενης στο Δημοτικό Νοσοκομείο, Μελπομένης Πατρικίου.
Η φήμη του «δράκου» άρχισε να απλώνεται στη Θεσσαλονίκη. Οι γυναίκες κλείνονταν στα σπίτια τους, τα ζευγάρια απέφευγαν τις βραδινές βόλτες και ο δράστης επικηρύχθηκε για εκατό χιλιάδες δραχμές. Για σχεδόν πέντε χρόνια η ιστορία ξεχάστηκε και ο φόβος καταλάγιασε, έως τη νύχτα που ο Αριστείδης Παγκρατίδης πήδηξε τη μάντρα του ορφανοτροφείου με σκοπό να ερωτοτροπήσει με κάποιο κορίτσι από τις τροφίμους του.
Η αληθινή ταυτότητα του δράκου του Σέιχ Σου
Ένας από τους κοντινούς ανθρώπους στον Αρίστο Παγκρατίδη και την οικογένειά του είναι ο δημοσιογράφος Κώστας Τσαρούχας. Είναι πεπεισμένος ότι ο πραγματικός δολοφόνος κυκλοφορεί ακόμα ελεύθερος. Ερευνά την «απαγορευμένη» αυτή υπόθεση για χρόνια και παρά τις απειλές να σταματήσει, φτάνει σε μια αποκάλυψη που επιβεβαιώνει τις υποψίες του.
«Ο Ταγματάρχης Κώστας Αντωνίου, τότε Διευθυντής της Σήμανσης Θεσσαλονίκης, λίγο πριν πεθάνει, ομολόγησε τα πάντα. Κάλεσε την κόρη του και της αποκάλυψε: “Πριν φύγει η ψυχή μου, πρέπει να σου πω την αλήθεια. Μας έδωσαν εντολή και κάναμε δράκο έναν αθώο. Ο Παγκρατίδης ήταν αθώος”. Εκείνη ήρθε και μου το είπε, γνωρίζοντας την έρευνά μου. Ο πατέρας της είχε ασχοληθεί για 2,5 χρόνια και είχε όλα τα στοιχεία που αθώωναν τον Αρίστο, αλλά δεν έγιναν δεκτά. Αργότερα, μου τηλεφώνησε ένας απόστρατος στρατηγός της Χωροφυλακής, παρακαλώντας με να μην αποκαλύψω την ταυτότητά του», γράφει στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε το 1989 με τίτλο Υπόθεση Παγκρατίδη: Ένοχος ή Αθώος.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του Κώστα Αντωνίου, οι δράστες των επιθέσεων στο Σέιχ Σου ήταν δύο άτομα: ένας μεγαλοεπιχειρηματίας και ο οδηγός του. Ο δεύτερος φέρεται να δολοφονούσε τα θύματα με πέτρα, ενώ το αφεντικό του ασελγούσε πάνω στα νεκρά σώματά τους. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί αυτοί δεν επιβεβαιώθηκαν ποτέ.
Παρόλο που πιστεύαμε ότι η υπόθεση είχε κλείσει, μια νέα μαρτυρία από αστυνομικό, ο οποίος ισχυρίζεται ότι συνέλαβε τον πραγματικό δράκο του Σέιχ Σου, επαναφέρει την υπόθεση στο προσκήνιο, μέσα από τη συνέντευξή του στην Εύα Νικολαΐδου και την Εφημερίδα των Συντακτών.
«Το ψυχολογικό μου φορτίο ήταν μεγάλο και σκέφτηκα να μη φύγω από τη ζωή μ’ αυτό το βάρος. Ήμουν υπηρεσία ένα βράδυ. Μας ειδοποιεί το 100 ότι έχουμε δρακικό κρούσμα στην Κλινική Κουκουδέα. Το μυαλό μου πήγε κατευθείαν στον Σερεσλή. Τον ήξερα σαν την παλάμη μου. Μία νοσοκόμα, η Δώρα Κωνσταντινίδου, μου είπε: «Πήγε να με πνίξει, αλλά εγώ τον δάγκωσα στον αντίχειρα και φώναξα βοήθεια» θυμάται.
«Ένας γιατρός έτρεξε στον θάλαμο και ο δράστης πήδηξε από τον φράχτη κι εξαφανίστηκε. Στον φράχτη παρατήρησα ότι υπήρχαν ίνες από το παντελόνι του στο σημείο που πήδηξε, καθώς και ένα αποτσίγαρο Αρωμα άφιλτρο. Διέταξα να προσαγάγουν τον Σερεσλή. Γνωρίζαμε πού εργαζόταν. Ήταν αρτεργάτης. Μόλις έφτασε διαπίστωσα το σημάδι στο χέρι και στο σημείο του παντελονιού. Αμέσως του είπα: “Σε κρατάω στο χέρι. Ομολόγησε”. Στην ανάκριση ήταν και ο Δακουράς, μετέπειτα αστυνομικός διευθυντής Θεσσαλονίκης. Ο Σερεσλής ομολόγησε τις πράξεις του. Τον ρωτήσαμε: “Έχεις να προσθέσεις κάτι άλλο;” και μας απάντησε: “Καθίστε τώρα να σας πω για τα εγκλήματα που φόρτωσαν στον Παγκρατίδη”, υπονοώντας, βέβαια, ότι “εγώ τα ξέρω αυτά γιατί εγώ τα έκανα”. Μείναμε άφωνοι», προσθέτει.
«Ο Δακουράς έτρεξε στον διευθυντή της Ασφάλειας. Εκεί άρχισαν τα μαγειρέματα. Ήρθαν στην εξέταση ο Σπέντζας και ο Ηλίας Πέππας. Πάγωσα. Τους είπα ότι αυτός είναι ο πραγματικός Δράκος. Τον άρπαξαν και τον εξαφάνισαν. Ο Δακουράς μού είπε ότι συνεννοήθηκαν με τους από πάνω να “πνίξουμε” το θέμα, γιατί θα ήταν τόσο μεγάλη η κατακραυγή μετά την εκτέλεση του Παγκρατίδη που δεν θα μας ξέπλενε τίποτα. Ο Σερεσλής καταδικάστηκε σε ισόβια κι έμεινε 17 χρόνια στη φυλακή», κατέληξε.