Κώστας Ταχτσής: Ο θάνατος από στραγγαλισμό, τα γυναικεία ρούχα και η ομοφυλοφιλία

Ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα 34 χρόνων
Ο Κώστας Ταχτσής ήταν ποιητής και συγγραφέας της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Το μοναδικό μυθιστόρημά του «Το τρίτο στεφάνι», που εκδόθηκε το 1962, σφράγισε την ελληνική λογοτεχνία. Παράλληλα, νεκρή βρέθηκε η γνωστή συγγραφέας Μαρίνα Πετροπούλου.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 8 Οκτωβρίου 1927. Ο πατέρας του Γρηγόριος και η μητέρα του Έλλη (το γένος Ζάχου), κατάγονταν από την Ανατολική Ρωμυλία. Σε ηλικία επτά ετών, μετά τον χωρισμό των γονιών του, έφυγε για την Αθήνα με τη γιαγιά του.
Στην Αθήνα πέρασε τα μαθητικά και εφηβικά του χρόνια και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου φοίτησε για δύο χρόνια. Είχε προηγηθεί μία αίτησή του στη Σχολή Εμποροπλοιάρχων, χωρίς επιτυχία, λόγω ασθένειάς του και αδυναμίας να παραστεί στις εξετάσεις. Το 1947 κατατάχτηκε στο στρατό κι έφτασε ως το βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Στη συνέχεια εργάστηκε ως γραμματέας του αμερικανού επόπτη στο υδροηλεκτρικό έργο του Λούρου.
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1951 με την ποιητική συλλογή «Ποιήματα» και ακολούθησε τον επόμενο χρόνο η συλλογή «Τα μικρά ποιήματα». Τα δύο αυτά έργα του τα αποκήρυξε σιωπηλά αργότερα. Μέχρι το 1956 κυκλοφόρησε τρεις ακόμα ποιητικές συλλογές: «Περί ώραν δωδεκάτην» (1953), «Η Συμφωνία του Μπραζίλιαν» (1954) και «Καφενείον το Βυζάντιον» (1956). Η ποίησή του κινείται στο πλαίσιο της καθημερινής ζωής και χαρακτηρίζεται από έντονα λυρική διάθεση. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε φιλικά με τους Οδυσσέα Ελύτη, Νίκο Γκάτσο και Ανδρέα Εμπειρίκο. Το 1954 έφυγε για την Αγγλία, όπου έμεινε ως το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου. Επέστρεψε στην Αθήνα και ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη διδασκαλία της αγγλικής γλώσσας.
Από την άνοιξη του 1956 έως τον Δεκέμβρη του 1964 περιπλανήθηκε σε διάφορα μέρη του κόσμου (Γερμανία, Αυστρία, Αφρική, Αυστραλία), με ενδιάμεσες επιστροφές στην Ελλάδα. Στην περίοδο αυτή μπάρκαρε σε δανέζικο φορτηγό πλοίο προς τη Γερμανία, εργάστηκε στα γυρίσματα της ταινίας του Τζιν Νεγκουλέσκο «Το παιδί και το δελφίνι», που γυρίστηκε στην Ύδρα το 1956, τέλεσε χρέη μάνατζερ σε περιοδεία του κλασσικού πιανίστα Τώνη Γεωργίου στην Αφρική, εργάστηκε ως υπάλληλος εμπορικού καταστήματος και σιδηροδρομικός υπάλληλος στην Αυστραλία.
Το 1960 ξεκίνησε για το γύρο της Ευρώπης με βέσπα. Στις χώρες που επισκέφτηκε έγραψε «Το Τρίτο στεφάνι», το οποίο ολοκλήρωσε στην Αυστραλία, κατά τη διάρκεια της δεύτερης εκεί παραμονής του και το έστειλε στην Ελλάδα για εκτύπωση. Το έργο απορρίφθηκε ως ακατάλληλο και ο Ταχτσής πραγματοποίησε ιδιωτική έκδοσή του στην Αθήνα το 1962. Το μοναδικό του μυθιστόρημα γνώρισε πολλές εκδόσεις, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, αγαπήθηκε και διαβάστηκε πολύ από το αναγνωστικό κοινό, ως ένας πιστός και αληθινός πίνακας της νεοελληνικής ζωής.
Την ίδια χρονιά έφυγε για την Αμερική, όπου έμεινε ως το τέλος του 1964. Μετά την οριστική επιστροφή του στην Αθήνα συνεργάστηκε με το πρωτοποριακό λογοτεχνικό περιοδικό «Πάλι» και εργάστηκε ως ξεναγός και μεταφραστής. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των Συνταγματαρχών (1967) πρωτοστάτησε στην αντιστασιακή έκδοση των «18 Κειμένων» Ελλήνων συγγραφέων κατά της λογοκρισίας (1971). Τη δεκαετία του ’70 εξέδωσε τις συλλογές διηγημάτων «Τα Ρέστα» (1972) και «Η γιαγιά μου η Αθήνα» (1979). Τα τελευταία χρόνια της ζωής του σχεδόν εγκατέλειψε το γράψιμο.
Ο Ταχτσής είχε να παρουσιάσει και πλούσιο μεταφραστικό έργο. Μετέφρασε έργα συγγραφέων, όπως τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φίλιπο, καθώς και πολλές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Για τη μεταφραστική του εργασία στον Αριστοφάνη είχε επικριθεί από την κριτική για πολλές μεταφραστικές ελευθεριότητες και αυθαιρεσίες.
Η δολοφονία του Ταχτσή
Η αδερφή του συγγραφέα, Ελπίδα Ταχτσή – Αρτέμη, επειδή παρά τις επαναλαμβανόμενες κλήσεις στο τηλέφωνο του αδερφού της, δεν μπορούσε να τον εντοπίσει, αποφάσισε το απόγευμα του Σαββάτου 27 Αυγούστου 1988, να χρησιμοποιήσει το κλειδί που είχε και να μπει στη μονοκατοικία που διέμενε ο συγγραφέας φοβούμενη το χειρότερο. Σύμφωνα με την κατάθεση που έδωσε στην Αστυνομία, βρήκε τον χώρο ακατάστατο, με τα φώτα και τον κλιματισμό σε λειτουργία, με τα συρτάρια και τις ντουλάπες ανοιγμένα και αναποδογυρισμένα και το ίδιο τον συγγραφέα να κείτεται νεκρός στο κρεββάτι του, γυμνός, φορώντας γυναικεία περούκα και με αίματα στο κεφάλι. Σύμφωνα με το αστυνομικό ρεπορτάζ των επόμενων ημερών ο Ταχτσής βρέθηκε στο κρεβάτι του σε πλάγια θέση, γυμνός, φορώντας μια ξανθιά γυναικεία περούκα, και με τα νύχια του βαμμένα κόκκινα, ενώ δίπλα του βρέθηκαν πεταμένα γυναικεία ρούχα (που προφανώς φορούσε πριν γδυθεί).
Μετά το τηλεφώνημα στην Αστυνομία κατέφτασαν αξιωματικοί της Ασφάλειας Αθηνών, της Σήμανσης και ο ιατροδικαστής Χαράλαμπος Σταμούλης. Μετά την ιατροδικαστική εξέταση στο νεκροτομείο ο ιατροδικαστής αποφάνθηκε ότι ο Ταχτσής είχε στραγγαλιστεί με τα χέρια, χωρίς να προβάλλει αντίσταση. Η τοξικολογική εξέταση έδειξε ότι μεγάλη ποσότητα αλκοόλ – έτσι εξηγήθηκε η απουσία αντίδρασης του θύματος. Από την εμφάνιση του χώρου η Αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για ληστεία μετά φόνου αφού από το διαμέρισμα έλειπαν ένα βίντεο, ένας αυτόματος τηλεφωνητής και μια φωτογραφική μηχανή, αλλά όχι οι 5.500 δραχμές που είχε στο πορτοφόλι του. Επίσης, δεν βρέθηκαν δακτυλικά αποτυπώματα άλλα εκτός από των οικείων στον Ταχτσή προσώπων του στενού περιβάλλοντός του.
Από τις ερωτήσεις που έγιναν στους γείτονες από τους δημοσιογράφους, προέκυψε ότι το βράδυ της Πέμπτης 25 Αυγούστου προς Παρασκευή 26 Αυγούστου (ώρες κατά τις οποίες τοποθετήθηκε από τον ιατροδικαστή ο θάνατός του) ο Ταχτσής εθεάθη κατά το σούρουπο να επιστρέφει με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του ντυμένος γυναίκα παρέα με έναν νεαρό. Όταν ο νεαρός έφυγε από το σπίτι, ο Ταχτσής ξαναβγήκε επιστρέφοντας και πάλι με έναν νεαρό. Το ίδιο συνέβη για τελευταία φορά γύρω στις 3 τα ξημερώματα όταν επέστρεψε και πάλι με τον δράστη του εγκλήματος, όπως αποφάνθηκε η Αστυνομία, ένα τριαντάχρονο καλοντυμένο άντρα με μουστάκι.
Εκτός από τον δράστη δεν διαλευκάνθηκαν ποτέ ούτε τα κίνητρα της δολοφονίας.
Τα πράγματα που φάνηκαν να λείπουν από το σπίτι δεν θεωρήθηκαν αξιόλογο κίνητρο για ληστεία, πολύ περισσότερο που τα χρήματά του έμειναν άθικτα, όπως και οι μεγάλης αξίας ζωγραφικοί πίνακες του Φασιανού και του Ακριθάκη, που κατείχε.
Η αδελφή του υποστήριξε ότι επειδή ο Ταχτσής ετοίμαζε εκείνον τον καιρό την αυτοβιογραφία του, και είχε κοινοποιήσει στο περιβάλλον του ότι θα εξέθετε πρόσωπα και πράγματα από τους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας, τον δολοφόνησαν προκειμένου να ακυρώσουν την έκδοση του βιβλίου. Όπως είπε η Ελπίδα Αρτέμη στους αστυνομικούς της Ασφάλειας, «ίσως κάποιος θιγόταν από το βιβλίο και ήθελε να τον βγάλει απ’ τη μέση, σκηνοθετώντας ληστεία». Ωστόσο, τα χειρόγραφα του βιβλίου βρέθηκαν άθικτα στο σπίτι του, και όταν μετά θάνατον δημοσιεύτηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το φοβερό βήμα», δεν διαπιστώθηκε -τουλάχιστον από το υλικό που ο Ταχτσής είχε γράψει μέχρι τότε καμία αποκάλυψη. Την άποψη της αδερφής του συμμερίζεται και ο βιογράφος του Ταχτσή, Γιάννης Βασιλακάκος.
Ο δημοσιογράφος και φίλος του Ταχτσή, Κώστας Τσαρούχας αφού ερεύνησε ενδελεχώς το υλικό και το περιβάλλον του συγγραφέα κυκλοφόρησε την έρευνά του στο βιβλίο του «Η δολοφονία του συγγραφέα: ποιός, πως και γιατί σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή» κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τον Ταχτσή τον σκότωσε ο τελευταίος του πελάτης, όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με γυναίκα, αλλά με άντρα. Η εκτίμηση του δημοσιογράφου για το τί συνέβη εκείνη τη νύχτα, μέσα από την έρευνα που πραγματοποίησε, είναι ότι εκείνο το βράδυ ο Ταχτσής πήρε τρεις πελάτες, τους οποίους δεν πήγε στο ξενοδοχείο «Εστία», αλλά στο σπίτι του στον Κολωνό. Ο Κώστας Ταχτσής ήταν μεθυσμένος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προβάλει αντίσταση στις διαθέσεις του πελάτη του. Κάποια στιγμή, που ο νεαρός αντιλήφθηκε ότι έχει μπροστά του έναν άντρα, τον έπνιξε.
Από την άλλη πλευρά η φίλη του Κώστα Ταχτσή, Πάολα Ρεβενιώτη υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για δολοφονία.
Η κηδεία του έγινε στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου καθώς και οι πνευματικοί άνθρωποι της εποχής. Τον επικήδειο λόγο εκφώνησε η τότε υπουργός Πολιτισμού και φίλη του, Μελίνα Μερκούρη, ενώ το φέρετρό του μετέφεραν, μεταξύ άλλων, ο Αλέκος Φασιανός και ο Διονύσης Σαββόπουλος.