Δε θα υπήρχε ποτέ η Αθηνά Ωνάση: Η κρυφή εντολή του Αριστοτέλη πριν γεννηθεί η Χριστίνα

Το κορίτσι ήταν απλά... ανεπιθύμητο
Η Αθηνά Ωνάση δεν κατάφερε για πολλά χρόνια να ξεφύγει από τη δυστυχία, κληρονομώντας επί της ουσίας τη ζωή της μητέρας της, Χριστίνας, η οποία μάλιστα ήταν… ανεπιθύμητη.
Η Χριστίνα Ωνάση γεννήθηκε το 1950, στη Νέα Υόρκη, από τον Έλληνα μεγιστάνα της ναυτιλίας, Αριστοτέλη Ωνάση, και την Τίνα Λιβανού, πλούσια κληρονόμο ελληνικής οικογένειας. Θα περίμενε κανείς ότι το ζευγάρι θα ήταν χαρούμενο που θα καλωσόριζε το δεύτερο παιδί του και τη μοναδική κόρη, αλλά όχι. Ο Άρι δεν ήθελε παιδιά μετά τη γέννηση του γιου του και η Τίνα κράτησε τη Χριστίνα μόνο και μόνο από εγωισμό.
Όταν οι γιατροί είπαν στη μητέρα της Χριστίνας ότι η έκτρωση μπορεί να της απαγορεύσει να κάνει άλλα παιδιά, εκείνη αποφάσισε να κρατήσει το μωρό. Εξάλλου, τι θα γινόταν αν παντρευόταν ξανά και ήθελε άλλο ένα μωρό; Αυτή η απόφαση προσέκρουε στις επιθυμίες του συζύγου της, ο οποίος ήθελε να τερματιστεί η εγκυμοσύνη από την αρχή. Ωστόσο, μόλις γεννήθηκε η Χριστίνα, η μητέρα της άλλαξε, έγινε ψυχρή και απόμακρη, με την Χριστίνα στη συνέχεια να μη θέλει καν να βλέπει τον πατέρα της.
Αριστοτέλης Ωνάσης: Οι τελευταίες ημέρες του Έλληνα κροίσου – Τι ζητούσε επίμονα από την Χριστίνα πριν πεθάνει
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης αποτελεί ακόμη και σήμερα, 48 χρόνια μετά τον θάνατό του, αφορμή για να γράφονται βιβλία, να γίνονται αφιερώματα, ακόμη και συζητήσεις σε μεγάλα ή μικρά τραπέζια. Διάφορες λεπτομέρειες για τις τελευταίες μέρες του Έλληνα κροίσου ήρθαν στο φως, όπως αυτό που ζητούσε επίμονα από την κόρη του, Χριστίνα, πριν πεθάνει.
Το 1975 έφυγε από την ζωή στο Παρίσι, σε ηλικία 69 ετών. Ουσιαστικά είχε πεθάνει μέσα του από τον Γενάρη του 1973, όταν τότε ο ημερολόγιο έδειξε 23 Ιανουαρίου και ο 25χρονος γιος του, Αλέξανδρος σκοτωνόταν σε αεροπορικό δυστύχημα.
Ο Αλέξανδρος, το «καλό παιδί» όπως τον έλεγαν οι φίλοι του, δεν τα κατάφερε και το χτύπημα που είχε δεχθεί οδηγώντας μοιραίο αμφίβιο Piaggio 136, έβαλε οριστικό τέρμα στη ζωή του, κι έτσι γράφτηκε η αρχή του τέλους και για τον πατέρα του.
Έκτοτε ο Αριστοτέλης Ωνάσης δεν έζησε ποτέ ξανά όπως πριν. Έφυγε από αναπνευστική ανεπάρκεια στο Αμερικανικό Νοσοκομείο του Νεϊγύ. Ταλαιπωρημένος πολύ σωματικά, καταρρακωμένος ψυχολογικά.
Τα δύο τελευταία χρόνια κάπνιζε μανιωδώς, προσπαθούσε να απασχολείται με συνεχή εργασία, αλλά στα κενά του… ξέσπαγε σε λυγμούς. Στενός φίλος του και συνεργάτης θυμάται ακόμα ότι του έβαζε τσιρότα για να κρατά ανοιχτά τα μάτια του.
Τι ζητούσε ο Αριστοτέλης Ωνάσης από την Χριστίνα
Ο μεγάλος Σμυρνιός, τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, ζητούσε από την Χριστίνα:
- Να ενδιαφερθεί για το Ίδρυμα που έφερε το όνομα του αδελφού της.
- Να του υποσχεθεί ότι θα αγοράσει για το ελληνικό κράτος αριθμό πολεμικών αεροπλάνων.
- Σε στιγμές παραληρήματος ψιθύριζε, να τον θάψουν μαζί με τον Αλέξανδρο στο παλιό τους οικογενειακό τάφο στη Σμύρνη…
Η μοναδική κληρονόμος του δεν εκπλήρωσε την επιθυμία του πατέρα της για την δωρεά στο ελληνικό κράτος αριθμού αεροπλάνων, γιατί οι σύμβουλοί της, της εξήγησαν ότι η πρόθεση αυτή του πατέρα της δεν ήταν τόσο επιθυμία, όσο παραλήρημα.
Ακόμη της είχαν υπενθυμίσει, τι είχε τραβήξει στο αεροδρόμιο του Άκτιου, όταν την είχαν προπηλακίσει και κρατήσει επί ώρες (τάχα ότι χρωστούσε στο δημόσιο) και αφέθηκε ελεύθερη κατόπιν προσωπικής εντολής του τότε πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Αριστοτέλης Ωνάσης έζησε δύο χρόνια και σχεδόν δύο μήνες μετά το θάνατο του γιου του Αλέξανδρου. Τον πρώτο καιρό συνέχιζε να δουλεύει ακατάπαυστα, για ν’ απασχολεί το μυαλό του και να ξεχνιέται για το κακό που τον είχε χτυπήσει.
Κάπνιζε συνέχεια τσιγάρα και πούρα. Μόλις έμενε μόνος, αναλυότανε σε λυγμούς. Έκλαιγε και μπροστά σε συγγενείς και φίλους, που είχανε κοινές αναμνήσεις με τον Αλέξανδρο: “Αχ, Λυμπερόπουλε, καλά μου είχες πει κείνο το βράδυ να τον παντρέψω… Με γυναίκα και παιδιά δε θα ξημεροβραδιαζότανε στα αεροπλάνα…”.
Ο Ωνάσης, όπως μου έλεγε ο επιστάτης του Σκορπιού, ο παλιός λοοτρόμος της “Χριστίνας” Αχιλλέας Καψαμπέλης, πήγαινε συχνά στον τάφο του γιου του, και καθισμένος ή περπατώντας δίπλα του, πάνω-κάτω, κάπνιζε με σκυμμένο το κεφάλι…
Μια μέρα, στη Γλυφάδα, εκεί που μας συνδέανε κοινές αναμνήσεις με τα κυνηγητά μου της Κάλλας, περπατώντας σιωπηλά στην παραλία, ξαφνικά μου είχε είπε: “Τι να τα κάνω τα πλούτη… Ό,τι κι αν απόχτησα, βουλιάζει στην άμμο…”».