Αποκαλυπτικός ο Σπύρος Παπαδόπουλος: «Μου έχει μείνει το απωθημένο που δεν μπορώ να…»

Τι εξομολογήθηκε;
Πριν μερικά χρόνια ο Σπύρος Παπαδόπουλος είχε δώσει μια αυτοβιογραφική συνέντευξη του στο ogdoo.gr και είχε μιλήσει με τον Κώστα Μπαλαχούτη για τη ζωή του τα πρώτα χρόνια στο σανίδι.
Ο γνωστός ηθοποιός και παρουσιαστής δεν ήταν ποτέ μεγαλωμένος στα πούπουλα, γεγονός που τον ανάγκασε από πολύ νωρίς να βγει στην αγορά εργασίας, ενώ η σχέση του με την υποκριτική ήρθε όταν ερωτεύτηκε μια κοπέλα. Με την ευκαιρία, δείτε τι δουλειά κάνει ο γιος του Σπύρου Παπαδόπουλου.
Ο μπαμπάς δεν πρόφτασε να σε απολαύσει πρωταγωνιστή, ούτε κι εσύ πρόλαβες να τον χαρείς…
«Ήμουν στην εφηβεία, πήγαινα σχολείο, δούλευα, έτρεχα… Θυμάμαι κάποιες φορές που μου έλεγε η μάνα μου: «Κάτσε λίγο βρε παιδί μου, μην βγεις σήμερα έξω, λαχταράει λίγο ο πατέρας σου να σε δει». Καλά ρε μαμά, απαντούσα, αύριο, έχουμε καιρό…»
Στην Θεατρική σχολή του Κατσέλη αισθάνθηκες ότι το θέατρο θα είναι η «άκρη» σου;
Το θέατρο άρχισε να μου αρέσει και πήγαινα καλά, διάβαζα. Αλλά το έκανα για μένα. Δεν είχα σκοπό να γίνω ηθοποιός.
Όταν τελείωσα τη σχολή, είπα ένας κύκλος έκλεισε, πάμε τώρα να βρούμε μια δουλειά να ζήσουμε. Και πήγα και δούλεψα σε κάτι άσχετο, σε ένα θερμοκήπιο στα Καλύβια. Με αγγούρια και ντομάτες. Είχα βρει έναν τύπο εκεί, πολύ καλό παιδί, δουλεύαμε 12-14 ώρες, το ραδιοφωνάκι έπαιζε συνέχεια, τραγουδάγαμε όλη μέρα και έβγαζα και καλά λεφτά.
Κάποιες φορές έμενα κι εκεί. Μια μέρα όμως καθώς κατέβαινα με την μοτοσικλέτα την παραλιακή για να πάω στην Καλλιθέα, στο σπίτι μου να δω τη μάνα μου, σε ένα φανάρι με βλέπει μια φίλη απ’ τη σχολή. Μου λέει δέχεσαι ωτοστόπ. Της απαντώ, όπου θες. Και μου λέει στο θέατρο Κάππα… εκεί που τώρα ανεβάζω το «Δείπνο Ηλιθίων». Άκου να δεις!
Τα παιχνίδια της ζωής..
«Την πάω λοιπόν εκεί, βλέπω κι άλλους φίλους μου… πολύ κόσμο! Κάνει τότε οντισιόν ο Σπύρος Ευαγγελάτος για το Αμφιθέατρο. Μου λένε έλα να δώσεις κι εσύ. Απαντώ τι λέτε ρε παιδιά; Ούτε μονόλογο έχω, ούτε τίποτα; Αφήστε με ήσυχο! Είμαι εν τω μεταξύ με τα ρούχα της δουλειάς, μες τη χλωροφύλλη… Με τις φωνές τους γίνεται ντόρος και κατεβαίνω να τους πώς να «σκάσουν». Και τότε έρχεται μια πολύ όμορφη γυναίκα και με προσκαλεί: «Μα γιατί δεν έρχεστε;». Λέω, εσείς ποια είστε, τι θέλετε;
Με σκουντάν οι άλλοι και μου ψιθυρίζουν: «Είναι η Λήδα η γυναίκα του Ευαγγελάτου». Και με τα χίλια ζόρια, βρέθηκα μέσα, απέναντι σε έναν πολύ γλυκό άνθρωπο, τον συνονόματό μου Σπύρο, που τον λάτρεψα κατόπιν βέβαια. Με ρωτάει: τι έχεις να πεις. Και απαντώ: τίποτα. Με ξαναρωτάει: γιατί; Του εξηγώ πως άδικα χάνει τον χρόνο του, σπρωχτός ήρθα του λέω, έχω μήνες μακριά απ τη σχολή, δεν θυμάμαι τίποτα.
Εκείνος επιμένει, και «αφού ήρθατε» όπως μου λέει, μου ζητά έναν αυτοσχεδιασμό. Μου δίνει ένα θέμα, τον κάνω, δεν βλέπω την ώρα να φύγω, και καταλήγω πάλι στο θερμοκήπιο…»
Το ξέχασες;
«Κάπως έτσι. Μετά από 20 ημέρες χτυπά το τηλέφωνο στο θερμοκήπιο και με καλούν: «Γεια σας, είμαι ο βοηθός του Σπύρου Ευαγγελάτου, ανήκετε στο δυναμικό του Αμφιθεάτρου». Λέω κόψε τις πλάκες, δεν το πίστευα. Του έβγαλα την Παναγία του ανθρώπου. Δεν μπορούσα να καταλάβω για ποιον λόγο με είχε πάρει. Κι έμεινα εκεί δυόμισι χρόνια…»
Περνάς καλά;
«Πολύ… Απλώς μου έχει μείνει το απωθημένο που δεν μπορώ να δω αυτούς που ήθελα όταν ήμουν μικρός. Στις Τζιτζιφιές ας πούμε, στου Παπαϊωάννου… Πρόλαβα Τσιτσάνη και Μπέλλου στο Χάραμα αλλά εγώ ήμουν στην άλλη εποχή. Ήθελα να δω τους Καζαντζίδηδες, τους Περπινιάδηδες, τους Μενιδιάτηδες στην λάμψη τους. Πήγα βέβαια στον Βαγγέλη και στο Ζαγοραίο αλλά πλέον το κλίμα ήταν σχεδόν cult. Και στον Αγγελόπουλο πήγα…»