Στου Ψυρρή by day

Η ώρα είναι 8:00 το πρωί. Στη σκιά της Ακρόπολης, μια γειτονιά σφιχταγκαλιασμένη από την Ερμού, την Ευριπίδου και την Αθηνάς ξυπνάει κουβαλώντας στις πλάτες της βάρος αιώνων. Τα μισοσκουριασμένα ρολά σηκώνονται με θόρυβο και αποκαλύπτουν -εκτός από την πραμάτεια τους -την πραγματική όψη του Ψυρρή. Σ’ ένα καφενεδάκι της Μιαούλη, ο ελληνικός μου σιγοβράζει στο μπρίκι και, μαζί με το καϊμάκι του, φουσκώνουν οι μνήμες της πάλαι ποτέ ακμαίας συνοικίας που δυστυχώς μαραζώνει…
Με τυλίγει μυρωδιά από δέρμα· από τη δεκαετία του ’60 κυριαρχούσαν εδώ η βιοτεχνία σανδαλοποιίας και τα τσαγκαράδικα. Σήμερα μόνο 4 από 200 παραγωγούς δεν έχουν λυγίσει από την οικονομική κρίση. «Ας όψονται τα θέατρα και οι τουρίστες που μας συντηρούν» μου λένε οι ελάχιστοι εναπομείναντες τεχνίτες. Περιπλανιέμαι στην Πρωτογένους και στα γύρω στενάκια. Είναι πολλά τα νεοκλασικά (κάποτε η γειτονιά σίγουρα θα έσφυζε από ζωή), μα πια παλεύουν να αντισταθούν στην κατεδάφιση, αλλά και στην αμείλικτη φθορά του χρόνου. Θα τα καταφέρουν; Ξαφνικά μου τραβάει την προσοχή μια βιτρίνα με ραπτομηχανές. Μου φέρνει στο νου κάτι από τις γιαγιάδες μας, που έφτιαχναν εργόχειρα, παραμύθια, όνειρα… Οι άνθρωποι εδώ μου μιλούν, δεν διστάζουν να εκφράσουν το παράπονο τους: «Ποιος ράβει πια παιδάκι μου, όλοι έτοιμα τα αγοράζουν. Πού χρόνος πια για τέτοια;».
Παραδίπλα κατεβαίνω σε ένα χαμηλοτάβανο υπόγειο που αναδύει μυρωδιά βερνικιού. Εκεί βλέπω τον κυρ Γιώργο, τον τελευταίο μάστορα μπαούλων, χωμένο στο εργαστήρι του… επί το έργον. Του χρόνου θα συνταξιοδοτηθεί και το μεράκι του θα γίνει βορά στο χρόνο. Βγαίνοντας, κατευθύνομαι προς τη Σαχτούρη και πλέον αφήνω πίσω μου τους γνώριμους δρόμους από τις νυχτερινές μου εξορμήσεις. Τα εγκαταλειμμένα κτήρια πού και πού φιλοξενούν στα σπλάχνα τους πλήθος αλλοδαπών και άτομα εθισμένα σε ουσίες… Δίπλα, galleries τέχνης στοχεύουν να ανακτήσει η περιοχή την πολιτισμική αίγλη που είχε την εποχή του λόρδου Βύρωνα και του Παπαδιαμάντη. Βυθισμένος στις σκέψεις μου, προχωράω προς την Αγ. Αναργύρων και στις κάθετες οδούς όπου μετά βίας χωράει να περάσει αμάξι. Χαζεύω τα παλαιοπωλεία. Αν έχεις χρόνο και έμπειρη ματιά, μπορείς να ανακαλύψεις θησαυρούς για το σπίτι σου, από γραμμόφωνα και κρύσταλλα μέχρι πίπες οπίου! Πραγματική έκπληξη μού προκαλεί ο τελευταίος σιδηρουργός, ο κυρ Μανώλης, που σαν σύγχρονος Ήφαιστος σφυρηλατεί στο καμίνι του εργαλεία και κάγκελα από το 1945. Προσφέρεται να με κεράσει καφέ ή ρακή. Τόσο αυθεντικός -όπως οι περισσότεροι εδώ- με τη ζεστασιά του με κάνει να νιώθω λες και βρίσκομαι στο χωριό μου όπου ο χρόνος κυλά με άλλο ρυθμό… Προσγειώνομαι στην πραγματικότητα, η πένα μου τρέχει, έχω τόσα να δω ακόμα, τόσα να ακούσω…
Τυχαία πέφτω πάνω στη Νάξο, στη Χριστοκοπίδου. Καφενεδάκι του 1971, το πρώτο της περιοχής όταν αυτή ήταν ακόμα εργατική συνοικία. Ο κύριος Αντώνης, ο ιδιοκτήτης, μου διηγείται ξεχασμένες ιστορίες συντροφιά με ένα ποτήρι κρασί και τυρί από την πατρίδα του. Ακούω μαγεμένος παλιούς θρύλους για τους κουτσαβάκηδες (μάγκες του 1840 που ζούσαν μέσα στην παρανομία), αλλά και νεότερους για τους πολιτικούς που επιλέγουν το μαγαζάκι του μέχρι σήμερα για χταποδάκι.
Οι εικόνες πολλές, οι σκέψεις περισσότερες… Το σούρουπο με βρίσκει στην καρδιά του Ψυρρή. Χαζεύω τη μοναδική στην Ελλάδα βυζαντινή εκκλησία της Γεννήσεως, που ασφυκτιά μέσα στην εξοργιστικά άναρχη δόμηση. «Κρίμα», λέω και κοιτάζω το ρολόι μου, καθώς ανάβουν τα φώτα της πόλης. Έχει έρθει η ώρα που η γειτονιά μεταμορφώνεται. Η νύχτα πάντα γοητευτική κρύβει τις ατέλειες με το πέπλο της. Οι επιχειρηματίες μαζεύονται, κάνουν τις τελευταίες προετοιμασίες πριν υποδεχτούν τους θαμώνες, ενώ οι πρώτες νότες ακούγονται από τους μουσικούς που κουρδίζουν τα μπουζούκια και τις κιθάρες τους. Η κίνηση πυκνώνει… Με τη «βαλίτσα» μου γεμάτη νοσταλγικές διηγήσεις και ενδιαφέρουσες πληροφορίες, παίρνω το δρόμο προς το μετρό, που σε 5 λεπτά θα με επαναφέρει στους ρυθμούς μου, στους ρυθμούς μας… έχοντας όμως γνωρίσει μια Αθήνα ανθρώπινη, ζεστή, ανεπιτήδευτη… που καλεί και σένα να την ανακαλύψεις…