ΑΡΧΙΚΗ ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ

Θησείο: Γεύση από παλιά Αθήνα!

Μια ολοζώντανη γειτονιά, μια ιστορική συνοικία κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του Ιερού Βράχου, εξελίσσεται σε ένα “ενεργειακό” σημείο συνάντησης. Η αίγλη του Θησείου, που καθρεφτίζεται στα νεοκλασικά αριστουργήματα των Αποστόλου Παύλου και Ηρακλειδών, είναι ικανή να σας ταξιδέψει, έστω και νοερά, σε γκραβούρες μιας άλλης εποχής!

AD: mytest

Θυμάμαι αμυδρά το Θησείο πριν περίπου 10 χρόνια. Το επιλέγαμε με τους υπόλοιπους συμφοιτητές μου στα «διαλείμματα» από τις διαλέξεις στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Το προτιμούσαμε ειδικά τις ηλιόλουστες μέρες για καφεδάκι το πρωί και τσίπουρο το μεσημέρι. Καθόμασταν σε κάποιο από τα cafes της Ηρακλειδών και παίζαμε τάβλι. Ήταν κοντά, σχετικά ήσυχα, με αρκετό χάζι. Τι άλλο θέλεις; Εκείνη την περίοδο αυτή η μικρή γειτονιά -μια από τις πιο παλιές της πρωτεύουσας- στα βορειοδυτικά της Ακρόπολης άρχισε σιγά-σιγά να γίνεται της μόδας…

ΜΙΑ ΜΑΤΙΑ ΠΙΣΩ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ

Ας γυρίσουμε, όμως, λίγο πίσω το χρόνο. Καθ’ όλη την πορεία του το Θησείο διατηρούσε τη φυσιογνωμία της γειτονιάς. Μια μικρή συνοικία μέσα στην πόλη, ανάμεσα στην Αγία Μαρίνα και τον Άγιο Αθανάσιο. Μερικά σπίτια, ένας φούρνος, ένα μπακάλικο, μικρά καφενεία και παραδοσιακά μαγειρεία που προσέλκυαν κόσμο κι από άλλα μέρη -κυρίως τα γειτονικά Πετράλωνα και τα δυτικά προάστια. Άλλωστε, αποτελούσε πέρασμα για το κέντρο, με τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο και τα υπεραστικά λεωφορεία να έχουν εδώ την αφετηρία τους.

Η δημιουργία του εργοστασίου καπέλων του Ηλία Πουλόπουλου το 1886 έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της περιοχής. Γύρω από το πετρόχτιστο κτήριο, στη συμβολή Θεσσαλονίκης και Ηρακλειδών, αναζήτησαν κατοικία πολλοί από τους εργάτες του, ενώ στην πάνω πλευρά, στη σημερινή Αποστόλου Παύλου, έμποροι και αστοί έφτιαξαν τα σπίτια τους, εξαιτίας της γειτνίασης με το «εμπορικό» Μοναστηράκι.

Από τα μέσα του ’70 μέχρι τα μέσα του ’80, το Θησείο πέρασε σε μια άλλη φάση. Είχαν ήδη καταφτάσει από διάφορα σημεία της Ελλάδας άνθρωποι που αναζητούσαν στη μεγαλούπολη μια καλύτερη τύχη, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει μια έντονη οικιστική δραστηριότητα. Εκείνη την περίοδο εγκαταστάθηκαν εκεί πολλοί Ναξιώτες και Θεσσαλοί. Δυστυχώς, τότε γκρεμίστηκαν πολλά από τα νεοκλασικά, δίνοντας τη θέση τους σε άχαρες πολυκατοικίες, που αποσκοπούσαν στο να καλύψουν τις αυξημένες ανάγκες.

Στις μέρες μας ο περαστικός μπορεί να θαυμάσει τα ελάχιστα εναπομείναντα αρχοντικά. Είναι αυτά που χαρακτηρίστηκαν από τη Μελίνα Μερκούρη ιστορικά διατηρητέα μνημεία και αναπαλαιώθηκαν λίγο αργότερα, σε αντίθεση με κάποια άλλα που στέκουν σιωπηλά και εγκαταλειμμένα στο έλεος της φθοράς του χρόνου…

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΗΜΕΡΑ

Βγαίνω από το σταθμό του Ηλεκτρικού -τον πιο παλιό της Αθήνας- και κατευθύνομαι προς την Αποστόλου Παύλου. Είχα να έρθω σχεδόν μια δεκαετία. Ο πεζόδρομος πράγματι έχει δώσει άλλον αέρα, σκέφτομαι. Οικογένειες, νεολαία, πλήθος κόσμου απολαμβάνει τη βόλτα του, περιεργάζεται τα διάφορα αντικείμενα στους πάγκους των δεκάδων μικροπωλητών που στήνονται κυρίως τα Σαββατοκύριακα, ενώ ταυτόχρονα ρίχνει κλεφτές ματιές στον Κήπο του Θησείου, την Αρχαία Αγορά και στο βάθος τον Ιερό Βράχο της Ακρόπολης.

Μπροστά μου, το στολίδι της περιοχής! Η επιβλητική έπαυλη του εργοστασιάρχη Ηλία Πουλόπουλου -γνωστού ως Πιλ Πουλ- που χρονολογείται στο 1900 και σήμερα στεγάζει ένα από τα καλύτερα εστιατόρια. Από την ταράτσα της, το βλέμμα των τυχερών καλοφαγάδων πλανιέται αδιάκοπα ανάμεσα στο Λυκαβηττό και την Ακρόπολη!

Ανηφορίζω τον πλατύ πεζόδρομο, που είχε ανέκαθεν τη φήμη του «νυφοπάζαρου». Όσο πλησιάζω στην κεντρική πλατεία, τα μαγαζάκια αρχίζουν να πυκνώνουν. Τα τραπεζάκια έξω είναι γεμάτα και οι θαμώνες απολαμβάνουν ήλιο, θέα και χάζι. Tα περισσότερα είναι all day στέκια που προσφέρουν από καφέ και χυμούς, μέχρι κρέπες, παγωτά, ποτά και κάποια κρύα snacks. Δεν λείπουν βέβαια και αυτά που, παρά το «διάταγμα περί χρήσεως γης», το οποίο εκδόθηκε επί δημαρχίας Αντώνη Τρίτση, δεν οικειοποιούνται το χαρακτηρισμό «παραδοσιακό καφενείο» και σερβίρουν ζεστά πιάτα. Ο πρώτος χαρακτηρισμός που μου έρχεται στο νου γι’ αυτό το μέρος είναι «τουριστικό», καθώς διαθέτει μια ιδιαίτερη -ανεπανάληπτη θα έλεγα- γοητεία, η οποία σε κάνει να νιώθεις ότι ανακαλύπτεις μια διαφορετική γωνιά μέσα στην ίδια σου την πόλη! Συνεχίζω την περιήγησή μου μέχρι το λόφο των Νυμφών. Εκεί διακρίνω την Αγία Μαρίνα, το πανηγύρι της οποίας προσέλκυε κάποτε κόσμο από παντού, ενώ στο πιο ψηλό σημείο του δεσπόζει το Αστεροσκοπείο. Μόνιμη συντροφιά μου καθ’ όλη τη διάρκεια της βόλτας η Ακρόπολη…

ΟΔΟΣ ΗΡΑΚΛΕΙΔΩΝ

Τελικά, επιλέγω να της γυρίσω την πλάτη και επιστρέφω λίγα βήματα πιο κάτω, εκεί όπου χτυπά η καρδιά του Θησείου. Ο πρώτος δρόμος που συναντώ είναι η Ακάμαντος. Στα πρώτα 50 μ. φιλοξενεί μερικά από τα πιο αυθεντικά μαγαζιά, ενώ μετά «βυθίζεται» σε μια αστική γειτονιά με κυρίαρχο στοιχείο της, τις πολυκατοικίες. Η παράλληλή της, Νηλέως, δεν έχει να επιδείξει καμιά ιδιαίτερη γραφικότητα παρά μόνο σπίτια, οπότε επιλέγω να κατηφορίσω την Ηρακλειδών.

Όλοι όσοι έχουμε περπατήσει στον πεζόδρομο με τις «σβησμένες» από το χρόνο γραμμές του θρυλικού τραμ που περνούσε κάποτε από εδώ, τον έχουμε λατρέψει. Μπροστά στα μάτια μου περνάει καρέ καρέ η εποχή του Σταύλου και των μποέμ καφενείων που αποτελούσαν ιδανική εναλλακτική του κέντρου. Η πεζοδρόμησή της στα μέσα της δεκαετίας του ’80, κινητοποίησε τους επιχειρηματίες, που επέλεξαν να ανοίξουν εδώ τα μαγαζιά τους παρ’ ότι αρχικά προοριζόταν αποκλειστικά για περπάτημα.

Το στενό δρομάκι που φτάνει μέχρι τις γραμμές του Η.Σ.Α.Π. και το εργοστάσιο του Πουλόπουλου -σήμερα στεγάζει το Πολιτιστικό Κέντρο Μελίνα Μερκούρη- σφύζει από ζωή. Η έντονη κινητικότητα όλες τις ώρες της ημέρας είναι εμφανής από την πρώτη στιγμή. Τα τελευταία, δε, 5 χρόνια έχει χωριστεί σε δύο πιάτσες. Στο πάνω τμήμα, κοντά στην πλατεία, η δυνατή mainstream μουσική από τις καφετέριες γίνεται ένα με τον ήχο από τα ζάρια και τη μυρωδιά του καφέ. Μοντέρνα cafes προσελκύουν το νεανικό κοινό -αν και στερούνται θέας στον Ιερό Βράχο- με την περαντζάδα και το διαρκές φλερτ ανάμεσα στους θαμώνες να αποτελούν τα δυνατά τους χαρτιά. Αφού προσπέρασα τους επίμονους κράχτες, προσέγγισα την «κάτω πιάτσα». Εκεί κάθε βράδυ, το σπίρτο της ψημένης ρακής, η ευωδιά από τους καλομαγειρεμένους μεζέδες και οι δυνατές φωνές της φοιτητιώσας νεολαίας θα σε ζαλίσουν γλυκά.

Αυτό όμως που, για μένα, αξίζει ειδικής μνείας είναι τα υπέροχα κτήρια. Αν και σε πολλές περιπτώσεις ο εντοπισμός τους είναι δύσκολη υπόθεση, καθώς κρύβονται πίσω από τις ομπρέλες και τις τέντες των μαγαζιών, σίγουρα, αν κοιτάξεις πιο προσεκτικά, θα σε γοητεύσουν με την αρχιτεκτονική τους που αναδεικνύει την αίγλη μιας άλλης εποχής… Καθώς περπατάω αναρωτιέμαι πόσο όμορφη θα ήταν τότε η Αθήνα.

Η ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΠΕΖΟΔΡΟΜΕΙΤΑΙ!

Και μετά ήρθε η πεζοδρόμηση της Αποστόλου Παύλου. Ο δρόμος που «αγκαλιάζει» τον Κήπο του Θησείου και φτάνει μέχρι τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου προσφέρεται για ανέμελους περιπάτους. Από τότε που ολοκληρώθηκε το έργο, γύρω στο 2004, έφερε κόσμο, αναζωογόνησε την περιοχή και δημιούργησε νέες προκλήσεις.

Τα ελάχιστα καφενεία τριπλασιάστηκαν και τώρα πια σύγχρονα, μοδάτα cafes προσφέρουν λίγο απ’ όλα. Ποιος έξυπνος επιχειρηματίας δεν θα ήθελε να «εκμεταλλευτεί» ένα τέτοιο κελεπούρι και να «πουλήσει» θέα στο πιάτο; Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι, από τότε που ενοποιήθηκε με τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, η περιοχή δεν προσελκύει μόνο νεολαία αλλά και πολλές οικογένειες που το επιλέγουν ως ιδανική κυριακάτικη βόλτα -και όχι μόνο!

Πράγματι, το Θησείο είναι ένα πολύ διαφορετικό κομμάτι της πόλης. Άλλους θα τους κερδίσει η ανεμπόδιστη θέα στην Ακρόπολη, άλλους τα υπέροχα νεοκλασικά, ενώ κάποιους τα προσεγμένα μαγαζιά. Ωστόσο, σε όποια κατηγορία κι αν ανήκεις, το σίγουρο είναι ένα· υπάρχουν στιγμές που, χωρίς να το θέλεις, θα νιώσεις ότι μια χρονομηχανή σε μεταφέρει κάπου στις αρχές του 20ού αιώνα. Ειδικά, δε, αν βάλεις τη φαντασία σου να σβήσει τις άχαρες πολυκατοικίες και τις νεομοντερνίστικες «επεμβάσεις». Ακόμα κι έτσι, όμως, δεν παύει να γοητεύει όλους όσοι αφήνονται στη μοναδική ενέργεια που εκπέμπει.