Το «κυνήγι θανάτου» ενός αγρότη στην Άρτα: Έστειλε στον θάνατο έξι συγχωριανούς του, τα ούζα από νωρίς, το κέρασμα και η προσβολή

Πατέρας 4 κοριτσιών και παππούς 11 εγγονιών - «Για όλα φταίει το καταραμένο το ποτό»
Όταν μιλάμε για εκλήματα που συγκλόνισαν το πανελλήνιο, δε γίνεται να μη συμπεριλάβουμε τον θάνατο που έσπειρε ένας αγρότης στην Παλιά Βίγλα της Άρτας. Ο ίδιος βγήκε σε «κυνήγι θανάτου» σκοτώνοντας έξι συγχωριανούς του και τραυματίζοντας αρκετούς ακόμα. Μοιάζει με το έγκλημα των Κυθήρων και τον φιλήσυχο τσαγκάρη, μόνο που ο λόγος δεν ήταν η εκδίκηση.
Δράστης αυτής της συγκλονιστικής υπόθεσης ήταν ο Παντελής Μπιζώνης, κάτοικος του χωριού, πατέρας τεσσάρων κοριτσιών και παππούς έντεκα εγγονιών, με έφεση στην κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοόλ. Έτσι και εκείνο το βράδυ της 15ης Μαρτίου του 1985, ο Μπιζώνης, σύμφωνα με τις εκ υστέρων μαρτυρίες αυτοπτών μαρτύρων, είχε αρχίσει να πίνει ούζο από τις 6 το απόγευμα. Αργά το βράδυ, γύρω στις 11, πέρασε από το καφενείο του Ναπολέοντα Ευστρατίου και κάθισε με τους υπόλοιπους θαμώνες, αποδεχόμενος το κέρασμα από έναν από αυτούς, τον Σπύρο Τζώρα.
Ο Μπιζώνης, όμως, θεώρησε προσβλητική αυτή την πρόσκληση για κέρασμα, καθώς, όπως ειπώθηκε αργότερα, ο Τζώρας είχε και πάλι στο παρελθόν προσφερθεί να τον κεράσει, χωρίς όμως στο τέλος να πληρώσει, με αποτέλεσμα ο Μπιζώνης να ντροπιαστεί. Η μία κουβέντα έφερε την άλλη, και καθώς πλέον μιλούσε το αλκοόλ, ξεκίνησε καβγάς μεταξύ τους, ο οποίος σύντομα ξέφυγε. Μάλιστα, οι δύο άντρες πιάστηκαν και στα χέρια, μέχρι να τους χωρίσουν οι ψυχραιμότεροι. Ο 50χρονος Μπιζιώνης, τελικά, έφυγε από το καφενείο, με τους υπόλοιπους να παραμένουν εκεί, πιστεύοντας ότι το επεισόδιο είχε λήξει.
Όμως, ο Μπιζιώνης είχε για άλλη μία φορά θιχτεί από τη συμπεριφορά του Τζώρα και πλέον ήταν αποφασισμένος να δράσει διαφορετικά. Τελώντας υπό την επήρεια του αλκοόλ που κατανάλωνε για αρκετές ώρες και με θολωμένη την κρίση του, πήρε την επαναληπτική του καραμπίνα και επέστρεψε στο καφενείο. Εκεί άρχισε να πυροβολεί αδιακρίτως, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας όσους είχαν παραμείνει στο μαγαζί. Πρώτος έπεσε νεκρός ο Τζώρας. Και δε σταμάτησε σε αυτόν. Όντας πλέον σε αμόκ, πυροβόλησε και σκότωσε τον ιδιοκτήτη του καφενείου Ναπολέοντα Ευστρατίου και τον 40χρονο Λευτέρη Μπιζιώνη. Ένας νεαρός, επίσης, με το όνομα Σπύρος Τζώρας (απλή συνωνυμία με τον ήδη νεκρό), προσπάθησε και τελικά κατάφερε να του αποσπάσει το όπλο, αν και τραυματισμένος από τα σκάγια που έπεφταν βροχή μέσα στο καφενείο.
Και ενώ για άλλη μία φορά όλοι υπολόγιζαν ότι το κακό θα σταματούσε σε αυτό το σημείο, ο Μπιζιώνης βγήκε από το καφενείο, πήγε πάλι στο σπίτι του και παίρνοντας ένα δίκαννο και πολλά φυσίγγια βγήκε και πάλι στον δρόμο, έτοιμος να σκοτώσει όποιον έβρισκε μπροστά του. Το χωριό, όμως, πλέον ήταν ανάστατο από την φασαρία και τις κραυγές πόνου που ακούγονταν και αρκετοί είχαν βγει στους δρόμους. Ο Μπιζιώνης είχε καταληφθεί από αμόκ και έτσι, χωρίς κανέναν ενδοιασμό, σήκωσε την καραμπίνα και πυροβόλησε στο κεφάλι δύο συγχωριανούς του, τον Βασίλη Μπιζιώνη και τη σύζυγό του Παναγιώτα, τους οποίους άφησε νεκρούς. Λίγο πιο κάτω διασταυρώθηκε με την 52χρονη Αφροδίτη Τζώρα, μητέρα του νεαρού τραυματία, την οποία επίσης εκτέλεσε εν ψυχρώ.
Στη συνέχεια, και αφού αντιλήφθηκε ότι όλο το χωριό είχε βγει για να τον αφοπλίσει ενώ είχε καταφθάσει και η Αστυνομία, ο Μπιζιώνης αποφάσισε να πάει να κρυφτεί στα γύρω βουνά. Όμως, τελικά, οι άνδρες της Αστυνομίας τον εντόπισαν και μετά από πολύωρη διαπραγμάτευση κατάφεραν να τον πείσουν να παραδοθεί. Την επόμενη ημέρα, όλο το χωριό ήταν ανάστατο και βυθισμένο στο πένθος, ενώ στις κηδείες των θυμάτων παρευρέθηκε πλήθος κόσμου και από τα γύρω χωριά. Στην απολογία του ο «Σφαγέας της Άρτας», όπως τον ονόμασαν οι εφημερίδες της εποχής, δήλωσε: «Για όλα φταίει το καταραμένο το ποτό, είχα πιει πολύ, θόλωσε το μυαλό μου και δεν ήξερα τι έκανα».